θεώρημα
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ατος, τό,
A sight, spectacle, λόγοι καὶ θεωρήματα D.18.68; θ. καὶ ἀκροάματα Aristox.Fr. Hist.15; θ. καὶ ἀκούσματα D.C.52.30: generally, festival, ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Pl.Lg.953a. 2 object of contemplation, τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν . . εἶναι θ. Arist.Mem.450b25; vision, Id.Div.Somn.463b19; intuition, θ. κοινά Chrysipp.Stoic.3.72,al., cf. Phld.Po.5.25 (pl.). II of the mind, speculation, theory, Arist. Metaph.1083b18, Top.104b1; τὰ κατὰ φυσιολογίαν θ. Metrod.Herc.831.8; speculative proposition, M.Ant.1.8. b datum or rule of art, Cic.Fam.6.11 (pl.); τέχνης θ. Phld.Rh.2.94S.,al.(pl.), cf. Stoic.3.51; ἰατρικῆς θ. Corn.ND33 (pl.); scheme, plan, Plb.6.26.10: pl., θεωρήματα, τά, arts and sciences, Id.10.47.12; αἱ τέχναι ἐκ -ημάτων εἰσίν Gal.1.106. c Math., theorem, Archim.Sph.Cyl.1Prooem., al., Papp.30.6, al., Procl.in Euc.p.201 F.; also ἀστρονομικὰ θ. Phlp.in Mete.104.19. 2 subject of investigation, Plb.1.2.1, D.H.Comp. 2. b investigation, Plu.2.1131c.
German (Pape)
[Seite 1205] τό, das Angeschaute, Betrachtete, Schauspiel; περὶ τῶν θεωρημάτων καὶ τῶν ἀκροαμάτων Ath. XII, 545 f; Plat. sagt Legg. XII, 953 a sogar ὅσα τε Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα; vgl. Dem. 18, 68. – Gew. übertr., das geistig Angeschau'te, Betrachtete, Untersuchte, Arist. Eth. Nic. 10, 4, 10 u. Folgde, die Untersuchung, σχολῆς δεῖται τὸ θ. Plut. de mus. 2. Bes. ein durch Untersuchung gefundener u. begründeter Satz, bei den Mathem. Lehrsatz, übh. Regel in Kunst u. Wissenschaft, θεώρημα ἁπλοῦν περὶ τὰς παρεμβολάς, einfache Regel oder Vorschrift, Pol. 6, 26, 10, öfter, wie Sp.; τὰ θεωρήματα die Künste u. Wissenschaften selbst, Pol. 10, 47, 12.
Greek (Liddell-Scott)
θεώρημα: τό, τὸ θεωρούμενον, ὁρώμενον, ὡς τὸ θέαμα, Δημ. 247, 22˙ θεωρ. καὶ ἀκροάματα 545F θεωρ. καὶ ἀκούσματα Δίων Κ. 52. 30: - καθόλου, ἑόρτασμα, ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Πλάτ. Νόμ. 753A τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν... εἶναι θ. Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 15, πρβλ. π. Μαντ. ἐν Ὕπν. 2. 2. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, θεωρία, σκέψις, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 10, Τοπ. 1. 11, 1. β) τὸ διὰ θεωρίας πορισθέν, κανών, Λατ. praeceptum, Πολύβ. 6. 26, 10, πρβλ. Κικ. de Fato 6. γ) ἐν τῷ πληθ., θεωρήματα, τά, αἱ τέχναι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι, Πολύβ. 10. 47, 12. δ) ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, θεώρημα, πρότασις ἀποδεικτέα, Εὐκλ. ΙΙ. = θεώρησις, Πλούτ. 2. 1131C.