ἐπονομάζω
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
A apply a word (accus.) as a name to a thing (dat.), ᾧ γένει κέραμον ἐπωνομάκαμεν to which sort we have given the name pottery, Pl.Ti.60d ; ᾧ τὸ ἔστιν ἐπονομάζεις Id.Tht.185c ; πᾶσι ταὐτὸν ἐ. ὄνομα Id.Plt.263c (reversely, τίς Ἀλεξάνδρῳ τὸν ἑαυτοῦ βίον ἐπονομάζει καθάπερ Πλάτωνι; who dedicates his life to A., calls himself an Alexandrist? Them.Or.31.354b):—Pass., τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσθη the name insolence was given to this rule, Pl.Phdr.238a, cf. Cra.404b. 2 call by a name, ἀπὸ τοῦ θεῖν θεοὺς αὐτοὺς ἐπονομάσαι [φαίνονται] ib.397d ; τὰς Μούσας ἀπὸ τοῦ μῶσθαι τὸ ὄνομα τοῦτο ἐ. called the Muses by this name (viz. Muses), ib.406a ; ἐ. αὐτὰ τῇ ἐκείνων ἐπωνυμίᾳ Id.Phd.103b ; with εἶναι pleon., Id.Prm.133d:—Pass., to be named, ἀπό τινος after one, Th.6.2, etc. ; also τινος, to be named the temple of.., E.HF1329, Pl.Lg.738b (but in 626d the gen. depends on ἄξιος) ; πατρόθεν ἐ. Id.Ly.204e ; πατρὸς.. δαῖτ' ἐπωνομασμένην, i.e. called after Agamemnon (cf. ἐπώνυμος), S.El.284 ; esp. to be surnamed, Th.2.29 ; Ἰουδαῖος ἐπονομάζῃ Ep.Rom.2.17. 3 generally, name, call so and so, ἀφνειὸν ἐ. τὸ χωρίον Th.1.13 ; σοφιστὴν ἐ. σεαυτόν Pl.Prt.349a, cf. Phd.113b, al. ; παρακαταθήκην ἐ. D. 28.15. 4 pronounce a name, ἐ. τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ Hdt.4.35, cf. 7.117 ; ἐπονομάζων τινά uttering his name as he throws the cottabus, Cratin.273, cf. Clearch.Com.1.
German (Pape)
[Seite 1008] davon, danach benennen, ὃν ἐπονομάζομεν Πυριφλεγέθοντα Plat. Phaedr. 113 b, öfter; vollständiger ἀπὸ ταύτης τῆς φύσεως τῆς τοῦ θεῖν θεοὺς αὐτοὺς ἐπονομάσαι Crat. 397 e; τὰς δὲ Μούσας ἀπὸ τοῦ μῶσθαι τὸ ὄνομα τοῦτο ἐπωνόμασαν 406 a; pass., τό γε ὄνομα ὁ Ἅιδης πολλοῦ δεῖ ἀπὸ τοῦ ἀειδοῦς ἐπωνομάσθαι 404 b; πολλοῖς τῶν ποιητῶν ἐν ἀηδόνος μνήμῃ Δαυλιὰς ἡ ὄρνις ἐπωνόμασται Thuc. 2, 29; 6, 2; mit pleon. εἶναι, Plat. ὧν ἡμεῖς μετέχοντες εἶναι ἕκαστα ἐπονομαζόμεθα Parmen. 133, d; τινί τι, Einem einen Namen od. Beinamen geben, ῴ γένει κέραμον ἐπωνομάκαμεν Tim. 60 d, vgl. Phil. 18 c Legg. XII, 963 d; pass., τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσθη, es wurde ihr der Name ὕβρις beigelegt, Phaedr. 238 a; Sp., wie App. B. C. 3, 84. Auch ἐπονομάζεσθαί τινος, nach Etwas benannt werden, ἐπικωκύω πατρὸς τὴν δυστάλαιναν δαῖτ' ἐπωνομασμένην Soph. El. 277; Eur. Herc. Für. 1329; εἴπερ τοῦ τοιούτου τὴν πόλιν ἔδει ἐπονομάζεσθαι Plat. Legg. IV, 713 a; so wohl ταῖν θεαῖν ἐπωνόμασαν τὴν τριήρη Plut. Timol. 8. – Her. vrbdí τὸ ὄνομά τινος ἐπ ονομάζειν, Jemandes Namen anrufen, 4, 35. 7, 117; ἕνα ἕκαστον ἀνεκάλει πατρόθεν τε ἐπονομάζων καὶ αὐτοὺς ὀνομαστὶ καὶ φυλήν Thuc. 7, 69; vgl. Plat. Lys. 204 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπονομάζω: δίδω ἢ ὁρίζω ὄνομα εἴς τι, δίδω νέον ὄνομα, ᾧ γένει κέραμον ἐπωνομάκαμεν Πλάτ. Τίμ. 60D· ᾧ τὸ «ἔστιν» ἐπονομάζεις ὁ αὐτ. ἐν Θεατ. 185C· πᾶσι ταὐτὸν ἐπ. ὄνομα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 263C ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτιατ., τὰς Μούσας... τὸ ὄνομα τοῦτο ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 406Α. - Παθ., τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπονομάζεται, εἰς τὴν ἐξουσίαν δίδεται τὸ ὄνομα ὕβρις, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 238Α. πρβλ. Κρατ. 404Β. 2) ἐπονομάζω τινὰ ἀπό τινος αἰτίας, ἀπὸ ταύτης τῆς φύσεως τῆς τοῦ θεῖν θεοὺς αὐτοὺς ἐπονομάσαι αὐτόθι 397C· ἐπ. αὐτὰ τῇ ἐκείνων ἐπωνυμίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103Β· ὡσαύτως, ἐνίοτε μετὰ τοῦ εἶναι πλεοναστ., ὁ αὐτ. Παρμεν. 133D· ἴδε ὀνομάζω. 3) καθόλου, ὀνομάζω, καλῶ οὕτως ἢ ἄλλως, ἀφνειὸν ἐπ. τὸ χωρίον Θουκ. 1. 13· σοφιστὴν ἐπονομάσας, δηλ. σεαυτόν, Πλάτ. Πρωτ. 349Α, πρβλ. Φαίδωνα 113Β κ. ἀλλ.· παρακαταθήκην ἐπ. Δημ. 840. 11: - Παθ., ὀνομάζομαι, καλοῦμαι, ἀπό τινος Θουκ. 6. 2, κτλ.· ὡσαύτως, τινὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329, Πλάτ. Νόμ. 738 Β· πατρόθεν ἐπον. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204Ε· πατρὸς... δαῖτ’ ἐπωνομασμένην, ὃ ἐ. κληθεῖσαν ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀγαμέμνονος (πρβλ. ἐπώνυμος), Σοφ. Ἠλ. 284: - ἰδίως, ἐπονομάζομαι, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 2. 29· ὦ ξένε Ἀθηναῖε, … δοκεῖς γάρ μοι τῆς θεοῦ ἐπωνυμίας ἄξιος εἶναι μᾶλλον ἐπονομάζεσθαι Πλάτ. Νόμ. 626D. 4) προφέρω, λέγω, ἀναφέρω, ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ Ἡρόδ. 4. 35, πρβλ. 7. 115· ἐπονομάζων τινά, καλῶν τὸ ὄνομά τινος κατὰ τὴν παιδιὰν τοῦ κοττάβου, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 16, πρβλ. Κλέαρχ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1.
French (Bailly abrégé)
1 appliquer un nom à ; Pass. ἐπονομάζεσθαι ἀπό τινος THC être appelé d’un nom par suite de qqe particularité;
2 appeler par son nom : τὸ ὄνομά τινος HDT prononcer le nom de qqn ; τινα πατρόθεν appeler qqn par le nom de son père;
3 donner un nom en outre, surnommer.
Étymologie: ἐπί, ὀνομάζω.