ἀποτρέπω
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
A turn away from, εἰ δὲ σὺ . . τιν' ἄλλον . . ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249, cf. 20.256; ὅθεν . . ἀπέτραπε λαὸν Ἀθήνη 11.758; deter or dissuade from, τινός τινα Th.3.39; τινὰ τῆς κακουργίας Id.6.38; τῆς γνώμης And.3.21, etc.: c. inf., ἀ. προσωτέρω τὸ μὴ πορεύεσθαι Hdt.1.105; ἀ. βοᾶν A.Supp..900 (lyr.); δηλοῦν D.60.26, cf. X.Mem.4.7.5,6: c. part., ἀ. τινὰ ὑβρίζοντα A.Supp.880:—Pass., ὁ παραβαίνειν τι βουλόμενος τῷ μὴ προὔχων ἂν ἐπελθεῖν -τρέπεται Th. 3.11, cf. Plu.Fab.19. 2 c. acc. pers. only, turn away or back, πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας Il.15.276: c. dat. modi, οὔ μ' ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις μεμαῶτα 20.256, cf. 109; τοὺς ἀλαζόνας ἀ. deter them, Pl.Chrm.173c; opp. παροξῦναι, D.21.37; opp. συμβουλεύω, Arist.Rh.1391b33, etc. 3 c. acc. rei, turn back again, ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός Pi.N.4.69. 4 turn aside, avert, ἀπὸ δὲ . . ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes.Sc.455; pervert, δίκας κέλευθον ὀρθᾶς B.10.27; τὸ σφάλμα ἀ. prevent, avert it, Hdt.1.207; τὸ μέλλον γενέσθαι Id.3.65, cf. 8.29, al.; ἀ. βλάβην, συμφοράν, Pl.Grg.509b, Phdr. 231d; ἀ. τὴν εἰρήνην prevent its being made, X.HG6.3.12. 5 turn from others against one, ἐπὶ τῷδε . . οὐκ ἔγχος τις . . ἀποτρέψει; v. l. in S. Tr.1013 (lyr.):—Pass., ἀποτετράφθαι πρὸς τὴν ἄλλην Ἰταλίαν Plu.Fab.19:—Med., ἀποτραπόμενος πρὸς θυσίαν, i.e. turning away from other objects to this one, Id.Rom.7; εἰς τὴν μεσογείαν -τραπόμενος Luc.Tox.52. II Med. and (later) Pass., turn from, desist from, c. part., ἀπετράπετ' ὄβριμος Ἕκτωρ ὀλλὺς Ἀργείους Il.10.200: c. inf., λέγειν E.Or.410, cf. Antipho 5.32, D.Prooem.23 (b); ἀ. ἐκ κινδύνων Th.2.40; ἀ. τοῦ ἐρωτήματος X.Oec.15.13. 2 turn away, turn a deaf ear, οὐδέ . . ἀπετράπετ' οὐδ' ἀπίθησεν Il.12.329: abs., Pl. Smp.206d. 3 c. acc. rei, turn away from, shrink from, δεῖμα πολιτῶν A.Th.1065 (anap.); τἀληθές E.IA336 (lyr.), cf. Th.3.68, and late Prose, Plu.Cleom.9, etc. 4 turn back, return, ἐπ' ὄκου Th.5.13; ἐς τὴν πόλιν Id.3.24; ἀποτρεπόμενοι ἵεντο X.HG7.2.13. 5 dissuade, deter, τινά Plb.7.13.1. 6 beat off, repulse, Plu.Brut.42.
German (Pape)
[Seite 332] abwenden, von Hom. an überall; λαόν Il. 11, 758, machen, daß das Volk umkehrt; τινά τινος, von etwas abwenden, abhalten, 12, 249; τὰ ἐπιόντα Her. 8, 29 u. öfter; ein Unglück abwenden, verhüten, συμφοράν, βλάβην, ἀλαζόνας Plat. Phaedr. 231 d Gorg. 509 b Charm. 173 c; καὶ οὐκ ἐᾷ πράττειν Theag. 128 d; τινός Apol. 31 b; τῆς κακουργίας Thuc. 6, 38; τῶν ἁμαρτημάτων Isocr. 4, 130; τῆς ἀλαζονείας Xen. Mem. 1, 7, 1; τῶν χειρίστων Pol. 11, 10, 1; abwehren, Ggstz προτρέπω, Arist. rhet. 1, 3; ἀπ' ὠφελίμων ibd.; c. inf., τὸ μὴ πορεύεσθαι Her. 1, 105; ἀποτρέψαι τἀληθὲς δηλοῦν Dem. 60, 26. – Med. von sich abwenden, zurückschlagen, Plut. Brut. 42. – Pass. mit aor. II. med., sich abwenden, bes. umkehren, zurückweichen, οὐδὲ ἀπετράπετ' οὐδ' ἀπίθησεν Iliad. 12, 329; ὅθεν αὖτις ἀπετράπετο 10, 200; Thuc. 6, 65; Xen. Cyr. 8, 6, 16 Hell. 6, 5, 23; ἐκ τῶν κινδύνων Thuc. 2, 40; vgl. 3, 68; πρὸς θυσίαν Plut. Rom. 7; οὐκ ἀποτρέψομαι λέγειν τι, ich werde mich nicht abhalten lassen, Dem. prooem. 23; vgl. Eur. Or. 410; τί, etwas verabscheuen, Aesch. Spt. 1032 Eur. I. A. 336.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρέπω: μέλλ. -ψω, πείθω τινὰ νὰ μὴ πράξῃ τι, ἀποτρέπω, εἰ δὲ σὺ δηϊοτῆτος ἀφέξεαι, ἠέ τιν’ ἄλλον παρφάμενος ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Ἰλ. Μ. 249, πρβλ. Υ. 256· τρέπω ὀπίσω, ὅθεν αὖτις ἀπέτραπε λαὸν Ἀθήνη Λ. 758· παρ’ Ἀττ. προσπαθῶ νὰ πείσω τινὰ νὰ μὴ πράξῃ τι, ἀποτρέπω, τινος Θουκ. 3. 39· τινὰ τῆς κακουργίας ὁ αὐτ. 6. 38· τῆς γνώμης Ἀνδοκ. 26. 12, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ἀπ. τὸ μὴ πορεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 105· ἀπ. βοᾶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 900· δηλοῦν Δημ. 1397. 2, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 7. 5, 6· ― οὕτω μετὰ μετοχ., ἀπ. τινὰ ὑβρίζοντα Αἰσχύλ. Ἱκ. 880. 2) μετ’ αἰτ. προσωπ. μόνον, προξενῶ φόβον, κάμνω τινὰ νὰ τραπῇ εἰς φυγήν, πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας Ἰλ. Ο. 276· μετὰ δοτ. ὀργαν., οὔ μ’ ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις Υ. 256, πρβλ. 109· τοὺς ἀλαζόνας ἀποτρέπειν, ἀπομακρύνειν, ἀποδιώκειν, Πλάτ. Χαρμ. 173C· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παροξῦναι, Δημ. 526. 9· ἀντιθέτως τῷ προτρέπω, Ἀριστ. Ρητ. 2. 18, 1, κτλ. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., στρέφω ὀπίσω, ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναὸς Πινδ. Ν. 4. 113. 4) κάμνω τι νὰ τραπῇ πρὸς ἄλλο μέρος, ἀποκρούω, ἀπὸ δὲ... ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπ’ Ἡσ. Ἀσπ. 456· τὸ σφάλμα ἀπ., ἐμποδίζω ἢ ἀποκρούω, Ἡρόδ. 1. 207· τὸ μέλλον γενέσθαι 3. 65· πρβλ. 8. 29, κ. ἀλλ.· ἀπ. βλάβην, ξυμφοράν, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 509Β, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἀποτρόπαιος, ἀπότροπος· ― ἀπ. τὴν εἰρήνην, ἐμποδίζω τὴν συνομολόγησιν αὐτῆς, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 12. 5) ἀφίνω τοὺς ἄλλους καὶ στρέφω τι πρὸς ἕνα (πρβλ. ἀποβλέπω), ἐπὶ τῷδε… οὐκ ἔγχος τις… ἀποτρέψει; Σοφ. Τρ.1012: ― Παθ., ἀποτετράφθαι πρὸς τόπον Πλουτ. Φάβ. 19· καὶ μέσ., ἀποτραπόμενος πρὸς θυσίαν, ὅ ἐ. στρέφων τὴν προσοχήν του ἀπὸ ἄλλων πραγμάτων εἰς τὴν θυσίαν, ὁ αὐτ. Ρωμ. 7. ΙΙ. Μέσ. καὶ (μεταγ.) παθ. στρέφομαι ἀπό τι, ἀπέχομαι, μετὰ μετοχ., ἀπετράπετ’ ὄβριμος Ἕκτωρ ὁλλὺς Ἀργείους Ἰλ. Κ. 200· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμ., Εὐρ. Ὀρ. 410, Ἀντιφῶν 133.17, Δημ. 1434. 12· ἀπ. ἐκ κινδύνων Θουκ. 2. 40· ἀπ. τοῦ ἐρωτήματος Ξεν. Οἰκ. 15.13: ― ἀπολ. ἀπέχομαι, δὲν πράττω τι ἐκ φόβου, Θουκ. 3. 11, κ. ἀλλ. 2) ἀποστρέφω τὸ πρόσωπόν μου ἀπό τινος, δὲν δίδω προσοχὴν εἰς τοὺς λόγους τινός, οὐκ… ἀπετράπετ’ οὐδ’ ἀπίθησεν Ἰλ. Μ. 329· ἀπολ., Πλάτ. Συμπ. 206D. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. ἀποστρέφομαι, Λατ. aversari, ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαι δεῖμα πολιτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 1060, Εὐρ. Ι. Α. 336· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 7, Πολύβ. 7. 13, 1, Πλούτ., κτλ. 4) στρέφομαι ὀπίσω, ὑποστρέφω, Θουκ. 5. 13, κτλ. ἀποτρεπόμενοι ἵεντο Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 13· ἐς τὴν πόλιν Θουκ. 3. 24.
French (Bailly abrégé)
1 détourner, écarter : τινά qqn ; ἐπί τινι ἔγχος ἀπ. SOPH détourner sa lance d’un ennemi sur un autre;
2 détourner par la crainte ou la persuasion, dissuader : τινα ἐπέεσσιν IL dissuader qqn par ses paroles ; τινά τινος détourner qqn de qch;
Moy. ἀποτρέπομαι (f. ἀποτρέψομαι, f.2 ἀποτραπήσομαι, ao.2 ἀπετραπόμην);
I. intr. 1 se détourner : εἴς τι ou πρός τι d’une chose vers une autre ; abs. se détourner avec indifférence ; fig. s’abstenir de, cesser;
2 se détourner, s’éloigner : ἐκ κινδύνων THC fuir loin du danger ; abs. s’en retourner;
II. tr. détourner de soi (un malheur, etc.), acc..
Étymologie: ἀπό, τρέπω.