πλάζω

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάζω Medium diacritics: πλάζω Low diacritics: πλάζω Capitals: ΠΛΑΖΩ
Transliteration A: plázō Transliteration B: plazō Transliteration C: plazo Beta Code: pla/zw

English (LSJ)

(A), Ep.impf.

   A πλάζον Od.2.396 : aor. ἔπλαγξα (παρ-) 9.81; Ep. πλάγξα 24.307 :—Pass. and Med., 3.106, etc.; Ep. impf. πλαζόμην 5.389 : fut. πλάγξομαι 15.312 : aor. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Il.22.291 ; Ep. πλάγχθην Od.1.2 ; inf. πλάγξασθαι dub. in A.R.3.261 : pres. Med. also πλάττονται Parm.6.5 codd.:—poet. Verb (rare in Prose, v. infr.), turn aside or away from, πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης Od.1.75 ; ἀλλά με δαίμων πλάγξ' ἀπὸ Σικανίης δεῦρ' ἐλθέμεν 24.307 ; [πρὼν . . ποταμοῖσι] ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων Il.17.751 :—Pass., πλάγχθη δ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός bronze glanced off from bronze, 11.351 ; πάλιν πλαγχθέντας ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν balked, baffled, 1.59, cf. Od.13.5 ; τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔξω; what woe is warded off afar ? S.OC1231 (lyr.); κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε Od.13.278 ; Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο Pi.N.7.37 (s.v.l.); [Ἀλέξανδρος] ἐπλάζετο ἄγων [Ἑλένην] Hdt.2.117, cf. 116 ; ἀκταῖσιν ὁρμεῖ, δαρὸν ἐκ Τροίας χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς E.Or.56; of an exile, Ἄργεϊ νάσθη πλαγχθείς Il.14.120; γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ' ἐπλάχθησαν have been banished afar, Parm.8.28 : metaph., ὁ νέος . . ὑπὸ τῆς τύχης . . πλάζεται, ὁ δὲ γέρων καθάπερ ἐν λιμένι τῷ γήρᾳ καθώρμικεν Epicur.Sent.Vat. 17; so perh. ἔνθα δύω νύκτας δύο τ' ἤματα κύματι πηγῷ πλάζετο Od.5.389 (v. infr. 11).    2 baffle, thwart, balk, esp. mentally, οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ' ἐθέλοντα Ἰλιου ἐκπέρσαι . . πτολίεθρον Il.2.132 ; πλάζε δὲ πίνοντας balked or bewildered them as they drank, Od.2.396; πίνοντες ἐπλάζοντο, i.e. became drunk, Pi.Fr.166 ; μαινομένῳ πιτύλῳ πλαγχθείς E.HF1189 (lyr.) ; ὁκόσα ἰνδαλμοῖσι διαλλάττοντα ἀνὰ τὸν ἠέρα πλάζει ἡμέας Hp.Ep.18 ; embarrass, trip up, πλάζει τὸν παῖδα τὰ σάνδαλα AP 7.365 (Zon.) ; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν wavered aimlessly, Plu. Mar.36.    3 Pass., go astray, πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός Od.6.278 : c. gen., ἁμαξιτοῦ E.Rh.283 ; μανδρῶν πλαζομένων χοίρων τρειῶν Supp.Epigr.4.647.6 (Maeonia, ii A. D.).    b lose, be deprived of, ὀμμάτων ἐπλάγχθη A.Th.784 (lyr., ἀπ' ὀμμ. codd.).    4 Pass., wander, rove, πλάζομαι ὧδ' Il.10.91 ; ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Od.1.2 ; πῇ . . πλάζομαι; 13.204, cf.3.95, 16.64 ; ἐπὶ πόντον πλαζόμενοι κατὰ ληΐδ' 3.106; πλάζεσθαι μετ' ἐκεῖνον 16.151 ; ἀλλά πῃ ἄλλῃ πλάζετ' ἐπ' ἀνθρώπους 3.252; κατὰ δὲ πτόλιν αὐτὸς ἀνάγκῃ πλάγξομαι 15.312 ; οἱ πλαζόμενοι the planets, Ti.Locr.97a: never in Com. or correct Att. Prose.    II μέγα κῦμα πλάζ' ὤμους καθύπερθε struck his shoulders, Il.21.269: here and in Od.5.389 (v. supr. 1.1 fin.) Aristarch. (ap.An.Ox.1.149) took πλάζω [ᾱ by nature] as a dialectal form of πλήσσω, perh. rightly; cf. ἐπιπλάζω, προσπλάζω. (In signf. 1 related to πλάγιος as ἅζομαι to ἅγιος; for πλαγξ-, πλαγχθ- codd. sts. have πλαξ-, πλαχθ-, as v.l., Il.1.59, Od.1.2, 9.81 (παρ-), Parm.8.28 ; in signf. 11 perh. a different word.)
πλάζω (B),

   A = πλάσσω (Tarent.), An.Ox.1.62.

German (Pape)

[Seite 623] fut. πλάγξω, aor. ἔπλαγξα, aor. pass. ἐπλάγχθην, wie πλανάω, umherirren machen od. lassen, bes. von der rechten Bahn abführen, verschlagen; πᾶσι (ποταμοῖς) ῥόον πεδίονδε τίθησιν, πλάζων, Il. 17, 751; 21, 269; ἀλλά με δαίμων πλάγξ' ἀπὸ Σικανίης δεῦρ' ἐλθέμεν, Od. 24, 307; u. übertr., irremachen, verwirren, πλάζε δὲ πίνοντας, 2, 396; auch = von dem Vorhaben ablenken, Il. 2, 132. – Pass. umherirren, umherstreifen; ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, Od. 1, 2; πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός, 6, 278; κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε, 13, 278, u. öfter; ἀπὸ χαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη, Erz prallte von Erz ab, Il. 11, 351; πλαγχθέντες, Pind. N. 7, 37; u. so im aor. Aesch. Spt. 766; übertr., τίς πλάγχθη πολύμοχθος ἔξω; Soph. O. C. 1233; δαρὸν χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς, Eur. Or. 56; Her. 2, 116; πλαζόμενοι ἀστέρες, den ἀπλανεῖς entgeggstzt, Planeten, Tim. Locr. 97 a.

Greek (Liddell-Scott)

πλάζω: Ἐπικ. παρατ. πλάζον Ὅμ.· ἀόρ. ἔπλαγξα (παρ-) Ὀδ. Ι. 81, Ἐπικ. πλάγξα Ὅμ. ― Παθ. καὶ Μέσ., Ὅμ. κλ., Δωρ. πλάσδομαι Μόσχ. 3. 24· Ἐπικ. παρατ. πλαζόμην Ὀδ.· μέλλ. πλάγξομαι Ὀδ. Ο. 312· ἀόρ. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπικ. πλάγχθην Ὅμ.· ὡσαύτως ἐπλαγξάμην ἀμφίβ. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261, 1066· (ἴδε ἐν λ. πλήσσω). Ποιητ. ῥῆμ. (ἴδε κατωτ.), = πλανάω, κάμνω τινὰ νὰ πλανηθῇ, περιπλανῶ, πλάζει δ’ ἀπὸ πατρίδος αἴης Ὀδ. Α. 75· ἀλλά με δαίμων πλάγξ’ ἀπὸ Σικανίης Ω. 307· ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων (ἔνθα τὸ τίθησι πλάζων εἶναι σχεδὸν ὡς τὸ πλάζει), Ἰλ. Ρ. 751. 2) μεταφορ., περιπλανῶ, πλάζε δὲ πίνοντας Ὀδ. Β. 396· (πρβλ. πίνοντες ἐπλάζοντο Πινδ. Ἀποσπ. 147)· οἵ με μέγα πλάζουσι, μὲ παραπλανῶσιν ἀπὸ τοῦ σκοποῦ μου, Ἰλ. Β. 132. ΙΙ. Παθ., πλανῶμαι, περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Ὀδ. Α. 2· πῆ... πλάζομαι; Ν. 204· κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες αὐτόθι 278· πλ. ἐπὶ πόντον πλαζόμενοι κατὰ ληίδ’ Γ. 106· ἀλλά πη ἄλλῃ πλάζετ’ ἐπ’ ἀνθρώπους αὐτόθι 252· πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηὸς Ζ. 278· ἀπὸ χαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη, ἀπεκρούσθη, παρετράπη, Ἰλ. Λ. 351· ― οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, πλαγχθέντες Πινδ. Ν. 7. 55, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 56, Ἡρ. Μαιν. 1187· μετὰ γεν., πλανῶμαι ἀπό τινος, ὀμμάτων ἐπλάγχθη Αἰσχύλ. Θήβ. 784· ἁμαξιτοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 283· οὕτω, τίς πλάγχθη πολύμοχθος ἔξω· ὅ ἐστι τίς ἐπλάγχθη ἔξω τοῦ πολύμοχθος εἶναι (εἰ δὲ μὴ νοητέον τὸ κάματος ἐκ τῆς ἑπομένης προτάσεως, τίς κάματος πολύμοχθος πλάγχθη ἔξω;), Σοφ. Ο. Κ. 1231· ― σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τῇ τε ἄλλῃ πλαζόμενος παρ’ Ἡροδ. 2. 116· οἱ πλαζόμενοι, οἱ πλανῆται, Τίμ. Λοκρ. 97Α· οὕτω παρὰ Πολυβ., Πλουτ., κλπ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς Κωμ. ἢ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις. ΙΙΙ. Ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ὁμήρου κεῖται ἐπὶ κυμάτων, μέγα κῦμα... πλάζ’ ὤμους καθύπερθε Ἰλ. Φ. 269· καὶ ἐν τῷ παθ., κύματι πηγῷ πλάζετο Ὀδ. Ε. 388· ― ἐνταῦθα ὁ Ἀρίσταρχος ἐκλαμβάνει ἀντὶ πλῆσσε, πλήσσετο, ἔπληττεν· ἐπλήττετο· ἀλλὰ δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = σφάλλω, κάμνω τινὰ νὰ παραπατήσῃ, ἢ παραπλανῶ, οὕτω, πλάζει τὸν παῖδα τὰ σκάνδαλα Ἀνθ. Π. 7. 365.

French (Bailly abrégé)

f. πλάγξω, ao. ἔπλαγξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπλάγχθην;
1 faire vaciller, faire chanceler, acc.;
2 écarter du droit chemin, faire errer çà et là : ἀπὸ πατρίδος αἴης OD loin de la patrie ; fig. dérouter, embrouiller, troubler, acc. ; particul. détourner d’un projet, acc. ; Pass. s’égarer, errer çà et là : ἧς ἀπὸ νηός OD loin de son navire ; ἐπὶ πόντον OD errer sur la mer ; ἐπ’ ἀνθρώπους OD errer parmi les hommes ; ἀπὸ χαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη IL l’airain rebondissait de l’airain.
Étymologie: p. *πλάγjω, de la R. Πλαγ, frapper ; cf. πλήσσω.