ὄνος

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνος Medium diacritics: ὄνος Low diacritics: όνος Capitals: ΟΝΟΣ
Transliteration A: ónos Transliteration B: onos Transliteration C: onos Beta Code: o)/nos

English (LSJ)

ὁ and ἡ,

   A ass, once in Hom., Il.11.558 ; then in IG12.40.12, Hdt.4.135, etc., cf. Arist.HA580b3 ; ὄνοι οἱ τὰ κέρεα ἔχοντες, together with a number of fabulous animals, Hdt.4.191,192 ; ὄ. μονοκέρατος Arist.HA499b19, PA663a23, cf. Ael.NA3.41 :—freq. in provs.:    1 ὄ. λύρας (sc. ἀκούων), of one who can make nothing of music, Men. 527, Id.Mis.18, cf. Varroap.Gell.3.16.13, Diogenian.7.33 ; expld. in Apostol.12.91a, ὄ. λύρας ἤκουε καὶ σάλπιγγος ὗς; ὄ. κάθηται, of one who sits down when caught in the game of ὀστρακίνδα, Poll.9.106, 112 ; the two provs. combined by Cratin. 229 ὄνοι δ' ἀπωτέρω κάθηνται τῆς λύρας, cf. κιθαρίζω.    2 περὶ ὄνου σκιᾶς for an ass's shadow, i.e. for a trifle, Ar.V.191(v. Sch.), Pl.Phdr.260c ; ταῦτα πάντ' ὄνου σκιά S. Fr.331.    3 ὄνου πόκαι or πόκες, v. πόκος 11 ; ὄνον κείρεις, of those who attempt the impossible, Zen.5.38.    4 ἀπ' ὄνου καταπεσεῖν, of one who gets into a scrape by his own clumsiness. with a pun on ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, Ar.Nu.1273, cf. Pl.Lg.701d.    5 ὄνος ὕεται an ass in the rain, of being unmoved by what is said or done, Cratin.52, cf. Cephisod.1 ; ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον, ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει Diogenian.7.30 ; ὄ. εἰς Ἀθήνας Macar.Prov.6.31.    6 ὄ. ἄγω μυστήρια, i.e my part is to carry burdens, Ar.Ra.159.    7 ὄνων ὑβριστότερος, of wanton behaviour, X.An.5.8.3 ; κριθώσης ὄνου S.Fr.876.    8 ὦτ' ὄνου λαβεῖν, like Midas, Ar.Pl.287.    9 ὄ. εἰς ἄχυρα, of one who gets what he wants, Diogenian.6.91 ; ὄνου γνάθος, of a glutton, ib. 100.    10 ὄ. ἐν μελίσσαις, of one who has got into a scrape, Crates Com.36 ; but ὄ. ἐν πιθήκοις, of extreme ugliness, Men.402.8 ; ὄ. ἐν μύρῳ 'a clown at a feast', Suid.    11 εἰς ὄνους ἀφ' ἵππων, of one who has come down in the world, Lib.Ep.34.2, cf. Zen.2.33, etc.    II a fish of the cod family, esp. the hake, Merluccius vulgaris, Epich. 67, Arist.HA599b33, Fr.326, Henioch.3.3, Opp.H.1.151, etc.    III wood-louse, κυλισθεὶς ὥς τις ὄ. ἰσόσπριος S.Fr.363, cf. Arist.HA557a23 (v.l. ὀνίοις), Thphr.HP4.3.6, Hsch.s.v. σηνίκη; cf. ὀνίσκος 11, ἴουλος IV.    IV wingless locust, = τρωξαλλίς, Dsc.2.52.    V ὄνων φάτνη a nebulous appearance between the ὄνοι (two stars in the breast of the Crab), Theoc.22.21, cf. Arat.898, Thphr.Sign.23 (ἡ τοῦ ὄνου φάτνη ib.43,51), Ptol.Tetr.23.    VI ὄνου πετάλειον, = φύλλον ὀνίτιδος, Nic.Th.628.    VII from the ass as a beast of burden the name passed to:    1 windlass, Hdt.7.36, Hp.Fract.31, Arist.Mech.853b12.    2 the upper millstone which turned round, ὄ. ἀλέτης X.An.1.5.5 ; also ὄ. ἀλετών Alex.13, 204, cf. Hsch. s.v. μύλη ; perh. simply, millstone, Herod.6.83 : Phot. says that Aristotle also calls the fixed nether millstone ὄνος (but Arist.Pr.964b38 says, ὄνου λίθον ἀλοῦντος when the millstone is grinding stone, as it does when no grist is in the mill).    3 beaker, winecup, Ar.V.616, Posidon.2 J.    4 spindle or distaff, Poll.7.32,10.125, Hsch.    5 perh. coping of a wall, Inscr.Délos372 A158 (iii/ii B.C.).    VIII ass's load, as a measure, πυροῦ ὄ. τρεῖς PFay.67.2(i A.D.).

German (Pape)

[Seite 350] ὁ, u. ἡ, 1) Esel, Eselinn; νωθής, im masc., Il. 11, 558; περὶ ὄνου σκιᾶς, um des Esels Schatten, d. i. um eine nichtsnutzige Kleinigkeit, z. B. μάχεσθαι, sprichwörtlich, Ar. Vesp. 191, vgl. Zenob. 6, 28 Paroem. app. 4, 26; anders Plat. μὴ περὶ ὄνου σκιᾶς ὡς ἵππου τὸν ἔπαινον ποιούμενος, Phaedr. 260 c; ὄνου πόκας, Ar. Ran. 186, vgl. Paroem. App. 2, 29, etwa ins Land mit gebratenen Tauben, obwohl an letzterer Stelle auch erklärt wird ἔνθα οἱ ὄνοι σήπονται καὶ τὰ ἔρια αὐτῶν ὡς πόκοι γίνονται, sehr gesucht; vgl. ὄνου πόκους ζητεῖς, Zenob. 4, 38. ἐπὶ τῶν ἀνυπόστατα ζητούντων; – ὄνος ἄγων μυστήρια, Ar. Ran. 159, womit Diogen. 6, 98 ὄνος ἄγει μυστήρια zu vergleichen, Esel führten die heiligen Geräthschaften und anderes Gepäck nach Eleusis; ἀπ' ὄνου καταπεσεῖν, Ar. Nub. 1255, vom Esel fallen, mit einem Wortspiele für ἀπὸ νοῦ καταπεσών, nach dem Schol. ἐπὶ τῶν ἀλόγως πραττόντων ἡ παροιμία καὶ μὴ δυναμένων ὄνοις χρῆσθαι μήτι γε δὴ ἵπποις, man kann auch unser »vom Pferd auf den Esel kommen« vergleichen; Plat. Legg. III, 701 d. – In Ar. Vesp. 616 ist ein Wortspiel gemacht mit ὄνος, Esel, u. ὄνος, einer Art Weingefäß. – Sprichwörtlich auch ὄνος λύρας, ὄνος πρὸς λύραν, ὄνος λύρας ἀκούων u. ä., s. Diogen. 7. 33 u. Anm. u. Mein. Men. p. 184, von einem rohen, gegen alle Musenkunst unempfindlichen Menschen; ähnlich ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον, vgl. ὄνος ἐν μύροις, Paroem. App. 4, 23; ὄνος εἰς ἄχυρα, Philem. bei Ath. II, 52 e, es geht nach Wunsch; Diogen. 6, 91; ὄνος ἐν μελίσσαις, vom Unglück, Crates bei Phot. u. Diogen. 7, 32; – ὄνου ὑβριστότερος, Xen. An. 5, 8, 3, denn die Esel gelten für stumpf gegen Schläge und muthwillig und trotzig; vgl. Arist. eth. 3, 8, οἱ ὄνοι τυπτόμενοι οὐκ ἀφίστανται τῆς νομῆς; Luc. sagt ἀσελγότεροι τῶν ὄνων, Pisc. 34, u. ὄνων ἁπάντων ὑβριστότατόν σε ὄντα, Pseudol. 3; auch ὄνος ὕεται, ἐπὶ τῶν μὴ ἐπιστρεφομένων, com. bei Phot. – 2) auch ein Meerfisch heißt so (vgl. ὀνίσκος), Ath. u. A. – Der Kellerwurm, die Kellerassel (vgl. ὀνίσκος u. ἴουλος), Diosc. u. A. – Eine ungeflügelte Heuschreckenart, ἀσίρακος. – Ein Gestirn neben der Krippe. – 3) eine Zugmaschine, Haspel, Winde, Her. 7, 36. – 4) der obere, laufende Mühlstein, auch ὄνος ἀλέτης, Xen. An. 1, 5, 5; ἀλέτων ὄνος, Alexis Ath. XIII, 590 b, wie Poll. 7, 19; ὄνου λίθον ἀλοῦντος, Arist. Probl. 35, 3; nach Phot. bei Arist. auch der untere, unbewegliche Stein. – 5) auch die Spindel, der Rocken hieß so, VLL.; u. nach Poll. auch die Eins, das Aß auf dem Würfel, sonst οἴνη, unio.

Greek (Liddell-Scott)

ὄνος: ὁ καὶ ἡ, (ἴδε ἐν τέλει)· ― «γαΐδαρος», μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Λ. 558, ἔνθαἐπίμονος ἀντίστασις τοῦ Αἴαντος παραβάλλεται πρὸς τὴν τοῦ ὄνου· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., κλ., πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2, 8 (ἔνθα λέγει ὅτι: «ψυχρὸν τὸ ζῷονὄνος ἐστί, διόπερ ἐν τοῖς χειμερινοῖς οὐ θέλει γίνεσθαι τόποις διὰ τὸ δύσριγον εἶναι τὴν φύσιν»)· ὁ Ἡρόδ. ὡσαύτως μνημονεύει: ὄνους τοὺς τὰ κέρεα ἔχοντας, ὁμοῦ μετ’ ἄλλων μυθωδῶν ζῴων, 1. 191, 192· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. λέγει: «μονοκέρατα καὶ μώνυχα ὀλίγα, οἷον ὁ Ἰνδικὸς ὄνος» π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 6· ― συχν. ἐν παροιμίαις: 1) ὄνος λύρας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἠλιθίου μὴ δυναμένου νὰ ἐννοήσῃ μουσικήν, ἑρμηνευόμενον ἐν τοῖς Παροιμιογράφ., ὄνος λύρας ἤκουσε καὶ σάλπιγγος ὗς, Φώτ., Σουΐδ.: ― ὄνος κάθηται, ἐπὶ τοῦ ἡττηθέντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῆς σφαίρας, ὅστις ἐκαλεῖτο ὄνος καὶ ἐποίει πᾶν τὸ προσταχθέν, Πολυδ. Θ΄, 106, Varro παρὰ Gell. 3. 13· ― τὰς δύο παροιμίας χαριέντως ὁμοῦ συγκατέμιξεν ὁ Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 6, ὡς ὄνοι ἀπωτέρω κάθηνται τῆς λύρας, ἴδε Meineke, καὶ πρβλ. κιθαρίζω. 2) περὶ ὄνου σκιᾶς, δηλ. περὶ μηδαμινοῦ πράγματος, Λατ. de lana caprina, Ἀριστοφ. Σφ. 191 (ἔνθα ἴδε Σχολιαστ.), Πλάτ. Φαῖδρ. 260C· τὰ πάντ’ ὄνου σκιὰ Σοφ. Ἀποσπ. 308. 3) ὄνου πόκαι ἢ πόκες, ἴδε ἐν λ. πόκος ΙΙ· οὕτως, ὄνον κείρεις Παροιμιογρ. 4) ἀπ’ ὄνου πεσεῖν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐμπίπτοντος εἰς δυσχερείας διὰ τὴν ἰδίαν ἑαυτοῦ ἀδεξιότητα, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὁμοήχου: ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1273, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 701D. 5) ὄνος ὕεται, βρέχεται, μένει ἐν τῇ βροχῇ, ἐπὶ ἠλιθίου ἢ ἰσχυρογνώμονος ἀνθρώπου ἀναισθητοῦντος πρὸς τὰ συμβαίνοντα, Κηφισόδωρος ἐν «Ἀμαζόνσιν» 1· ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον, ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει Παροιμιογρ.· ὄνος εἰς Ἀθήνας ὁ αὐτ. 6) ὄνος ἄγων μυστήρια, ἐπὶ βαρέως πεφορτωμένου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 159. 7) ὄνου ὑβριστότερος, ἐπὶ κτηνωδίας, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 3, ἔνθα ἴδε Schneid.· οὕτω, κριθώσης ὄνου Σοφ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 24. 8) ὄνου ὦτα λαβεῖν, ὡς ὁ Μίδας, Ἀριστοφ. Πλ. 287. 9) ὄνος εἰς ἄχυρα, ἐπὶ ἀδηφάγου, Παροιμιογρ.· οὕτως, ὄνου γνάθος αὐτόθ. 10) ὄνος ἐν μελίσσαις, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐμπεσόντος εἰς δυσχέρειαν, Παροιμιογρ.· ― ἀλλά, ὄνος ἐν πιθήκοις, ἐπὶ ἐσχάτης ἀσχημίας, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 8· ― ὄνος ἐν μύροις, «ἐπὶ τῶν ἀναξίως ἐν τρυφαῖς διαγόντων» Παροιμιογρ. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, γάδοςὀνίσκος, Λατ. asellus, Ἐπίχ. 42 Ahr., Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Φιλόξ. 2. 16, κλ.· περὶ τοῦ ἰχθύος ὄνου ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σελ. 48· ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 8, Ἀθήν. 315F· πρβλ. ὀνίσκος. ΙΙΙ. σκώληξ τις τοῦ ξύλου, κυλισθεὶς ὥς τις ὄνος Σοφ. Ἀποσπ. 334, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 6· πρβλ. ὀνίσκος, ἴουλος IV. IV. εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, ἣ καλεῖται καὶ ἀσίρακος, Διοσκ. 2. 57. V. ὄνων φάτνη, φωτεινή τις ἀστέρων πληθὺς μεταξὺ τῶν ὄνων (δύο ἀστέρων ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Καρκίνου), Λατ. praesepe, Θεόκρ. 22. 21, πρβλ. Ἄρατ. 898, Θεοφρ. περὶ σημ. ὑδάτων κλ. 4. 2, Πλίν. 18. 80. VI. ὄνου πετάλειον, = ὀνόφυλλον, Νικ. Θηρ. 628. VII. ἐκ τῆς σημασίας τοῦ ὄνου ὡς ἀχθοφόρου ζῴου ἡ λέξις κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 1) μηχανήν τινα πρὸς ἕλξιν βαρέων σωμάτων, Λατιν. sucula, Ἡρόδ. 7. 36, Ἱππ. Ἀγμ. 773, Ἀριστ. Μηχαν. 18. 4. 2) τὴν ἄνω πέτραν τοῦ μύλου τὴν περιστρεφομένην, ὄνος ἀλέτης Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5· καὶ ἀλετῶνας... ὄνους Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 1· ἀλετὼν ὄνος ὁ αὐτ. ἐν «Πυραύνῳ» 4, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. μύλη· ― οὕτω, μύλος ὀνικὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 2. ― Ὁ Φώτ. λέγει : «ὄνος τὸ ἐπάνω τοῦ μύλου· Ἀριστοτέλης δὲ κατ’ άμφοτέρων τάσσει», ― ἐσφαλμένως· διότι ὁ Ἀριστ. Πρβλ. 35. 3 λέγει, ὄνου λίθον ἀλοῦντος, ὅταν ἡ μυλόπετρα ἀλέθῃ λίθον (ὅπερ γίνεται ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ἄλεσμα ἐν τῷ μύλῳ). 3) ποτήριον οἴνου, Ἀριστοφ. Σφ. 616, Ἀριστ. Τοπ. 1. 13, 12. 4) ἄτρακτος ἢ ἠλακάτη, Πολυδ. Η΄, 32., 10. 125, Ἡσύχ. (Πιθαν. ἀντὶ ὄσνος, ὡς ἐμφαίνεται ἐν τῇ Λατ. asin-us· πρβλ. Γοτθ. asil-us· Ἀρχ. Γερμ. esil· Λιθ. ásil-as· Σλαυ. osil-u· Ἀρχ. Σκανδιν. asn-i· Ἀγγλο-Σαξον. ass-u κτλ.). ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 313 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
I. âne, ânesse, animal : ὄνοι ἄγριοι XÉN ânes sauvages, onagres;
II. p. anal. 1 cabestan, machine à tirer ou à soulever des fardeaux;
2 ὄνος ἀλέτης XÉN pierre supérieure d’une meule.
Étymologie: p. *ὄσνος, cf. lat. asinus -- DELG sumér. anšu.

English (Autenrieth)

ass, Il. 11.558†.