μόχθος

From LSJ
Revision as of 12:18, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόχθος Medium diacritics: μόχθος Low diacritics: μόχθος Capitals: ΜΟΧΘΟΣ
Transliteration A: móchthos Transliteration B: mochthos Transliteration C: mochthos Beta Code: mo/xqos

English (LSJ)

ὁ, = Homeric μόγος,

   A toil, hardship, distress, ἀμφὶ δ' ἀέθλῳ δῆριν ἔχειν καὶ μ. Hes.Sc.306; μόχθων ἀμπνοά, ἀμοιβά, Pi.O.8.7, N.5.48: freq. in Trag., A.Ch.921, S.Ph.480, etc.: also in pl., toils, troubles, hardships, A.Pr.541 (lyr.), etc.; of the labours of Heracles, S.Tr.1101, 1170; μ. τέκνων for them, E.Med.1261 (lyr.); μόχθον ἀμφὶ πράγμασι Epigr. ap. Aeschin.3.184; Ἀπελλείου μ. γραφίδος, of a picture, APl.4.178 (Antip. Sid.).—Rare in early Prose (not in Pl. or Oratt.), cf. μ. καὶ ταλαιπωρίη Democr.223; ἐλευθέριοι μ. X.Smp.2.4; διὰ μόχθων Id.Cyr.1.6.25: freq. in LXX, Ex.18.8, al.; κόπος καὶ μ. 1 Ep.Thess.2.9; μ. implies hardship, πόνος work (but μ. is said to be Cret. for πόνος AB1096).

German (Pape)

[Seite 212] ὁ (vgl. μόγος, verwandt mit ἄχθος u. ὄχθος), Anstrengung, Mühe; Kampfesmühe, Hes. Sc. 306; δορυσσόντων μόχθων ἄταν, Soph. Ai. 1167; oft bei Pind., ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, P. 2, 30, μόχθον δύστανον ἀμφέπει, 4, 268, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον, I. 7, 11, μόχθων ἀμπνοάν, ἀμοιβάν, O. 8, 7 N. 5, 48; μάτηνμόχθος, Aesch. Ch. 514; so von den Arbeiten des Herakles, Soph. Tr. 1091; θήρας μόχθον ἐκλελοιπότα, Eur. Hipp. 52; ταύτης ὁ μόχθος θάπτειν πόσιν, Mel. 1276; ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχθον ἔχειν, Epigr. bei Aesch. 3, 184; übh. Mühsal, Noth, Elend, μυρίοις μόχθοις διακναιόμενον, Aesch. Prom. 539 u. öfter; τλάμων ἄρ' ἐγὼ καὶ μόχθῳ λωβατός, Soph. Phil. 1090; τοῖς θανοῦσι μόχθος οὐ προσγίγνεται, Tr. 1163; Eur. oft u. sp. D.; auch in späterer Prosa, wie N. T. – Hesych. erkl. πόνος u. κακοπάθεια.

Greek (Liddell-Scott)

μόχθος: ὁ, = τῷ Ὁμηρικῷ μόγος, κόπος, ἔργον βαρύ, ταλαιπωρία, θλῖψις, ἀνησυχία, πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306· ἀκολούθως συχνὸν παρὰ Τραγ., οἵτινες ὡσαύτως χρῶνται τῇ λέξει ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίαι, κακοπάθειαι, βάσανα, Αἰσχύλ. Πρ. 541, κτλ.· ἐπὶ τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 1101, 1170· μ. τέκνων, ὑπὲρ τῶν τέκνων, Εὐρ. Μήδ. 1261· μόχθον ἔχειν ἀμφί τινι Ἐπίγραμμ. παρ’ Αἰσχίν. 80. 17· μ. γραφίδος, ἐπὶ εἰκόνος, Ἀνθ. Πλαν. 178. - τὸ μοχθέω, μόχθος δὲν εἶναι συνήθη παρὰ τοῖς πεζογράφοις, καὶ τοῦτο εἶναι μία τῶν διαφορῶν ἀπὸ τοῦ πονέω, πόνος. Προσέτι ἂν καὶ ἀμφότερα κεῖνται ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ταλαιπωρίας, ὅμωςἔννοια αὕτη ἀνήκει κυρίως εἰς τὸ μόχθος (ἐκ τοῦ μογέω, μόγος, πρβλ. ἄχθος), ἐν ᾧ τὸ πόνος σημαίνει ἁπλῶς κόπον, ἔργον κοπῶδες, ἐργασίαν, Λατ. labor (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ πένομαι πένης, = ἡ τοῦ πένητος μοῖρα).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
peine, travail, fatigue.
Étymologie: R. Μογ, souffrir ; cf. μόγις.

English (Slater)

μόχθος (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)
   1toil esp. in athletic effort: cf. πόνος. μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοάν (O. 8.7) ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν (O. 10.93) ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (sc. Ἰξίων) (P. 2.30) “μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἧτορ ἔχοισα” (P. 9.31) γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο (N. 5.48) εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (sc. καλὰ ἔργα) (N. 7.16) ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (N. 8.31) ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46) οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν (I. 5.57) μὴ προφαίνειν τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 2. μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (Pae. 2.33) Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις (Bergk: μόχοι, μοχθοῖν codd.) fr. 172. 2. met. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (sc. δρῦς) (P. 4.268) and so, object of toil, task, ἐς Τροίαν, ἥρωσι μόχθον (I. 6.28) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (φησὶ δὲ τὸν λτ;γτ;έρξου πόλεμον. Σ.) (I. 8.11)