πηδάλιον

From LSJ
Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόνsuspicion is a terrible evil for people

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηδάλιον Medium diacritics: πηδάλιον Low diacritics: πηδάλιον Capitals: ΠΗΔΑΛΙΟΝ
Transliteration A: pēdálion Transliteration B: pēdalion Transliteration C: pidalion Beta Code: phda/lion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, (πηδόν)

   A steering-paddle, rudder, Hom., only in Od.; π. μετὰ χερσὶ . . νηὸς ἔχοντα 3.281 ; π. ποιήσατο, ὄφρ' ἰθύνοι 5.255 ; πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος ib.270 ; π. δὲ ἐκ χειρῶν προέηκε ib.315 ; π. δὲ ἓν ποιεῦνται (sc. Αἰγύπτιοι) καὶ τοῦτο διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται Hdt.2.96; Greek ships had a pair, hence in pl., of a single ship, Id.4.110, Cratin.139, Ar.Eq.542, Diph.43.11; πηδάλια ζεύγλαισι (cross-bars) παρακαθίετο E.Hel.1536; ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν π. Act.Ap.27.40; πηδάλια εἶχε τέτταρα τριακονταπήχη, of the τεσσαρακοντήρης of Ptolemy IV, Callix.1 : metaph. in Com., [γυνὴ] . . οὐδὲ μικρὸν πείθεται ἑνὶ πηδαλίῳ Theophil.6 : prov., π. κρεμάσαι to retire from a seafaring life, Ar.Av.711.    2 metaph., ἱππικὰ π., of reins, A.Th.206(lyr.); νώμα δικαίῳ π. στρατόν Pi.P.1.86 ; τὰ π. τῆς διανοίας Pl.Clit.408b.    II in pl., of the oars by which the nautilus is said to steer himself, Arist.HA622b13 ; of the long hind legs of the locust and grasshopper, ib.532a29,535b12, cf. IA710a3.    III = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4.

German (Pape)

[Seite 609] τό (vgl. πηδόν), das Steuerruder, weil sein unterer Theil breit wie ein Fuß ausläuft; αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο, Od. 5, 270, u. öfter; Hes. O. 49; ὃς ἐπὶ κώπᾳ πηδαλίῳ τε ἵζει, Eur. Alc. 442; Her. u. Folgde. Das obere Ende mit dem Handgriff hieß οἴαξ, οἷον πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος, Plat. Polit. 272 e; das Schiff hatte zwei Steuerruder, an jeder Seite eins, die aber doch von einem Manne vermittelst eines Querholzes, das beide verband, regiert wurden. – Uebertr., ἱππικά, vom Zügel, Aesch. Spt. 188; πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο, Eur. Hel. 1552.

Greek (Liddell-Scott)

πηδάλιον: τό, (πηδὸς) ὡς καὶ νῦν, «τημῶνι», Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· π. μετὰ χερσί... νηὸς ἔχοντα Ὀδ. Γ. 280· π. ποιήσατο, ὄφρ’ ἰθύνει Ε. 255· πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος αὐτόθι 270· π. δὲ ἐκ χειρῶν προέηκε αὐτόθι 315· ὅθεν φαίνεται ὅτι τὸ πηδάλιον ἦτο εἶδος κώπης κινουμένης διὰ λαβῆς, ἥτις μετὰ τὸν Ὅμηρον ἐκλήθη οἴαξ (ὃ ἴδε): μεθ’ Ὅμηρον τὰ Ἑλληνικὰ πλοῖα συνήθως εἶχον δύο πηδάλια, ὅθεν ὁ Ἡρόδ. 2. 96, περιγράφων Αἰγύπτιον πλοῖον λέγει: πηδάλιον δὲ ἓν ποιεῦνται καὶ τοῦτο διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται· ἐντεῦθενλέξις ἐνίοτε ἦν ἐν χρήσει κατὰ πληθ. καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνου πλοίου, ὡς ἂν μᾶλλον τοῖς πηδαλίοις ἡ ναῦς ἡμῶν πειθαρχῇ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 2, Ἀριστοφ. Ἱππ. 541, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 11, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 110· τὰ δύο πηδάλια ἡνοῦντο διὰ ξύλων ἐγκαρσίων (ζεῦγλαι Εὐρ. Ἑλ. 1536, ζευκτήριαι Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 40), ὥστε νὰ κινῶνται ὁμοῦ ἀμφότερα (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ἐντεῦθεν τὸ τοῦ Θεοφίλου ἐν «Νεοπτολέμῳ» 1, ὥσπερ γὰρ ἄκατος οὐδὲ μικρὸν πείθεται ἑνὶ πηδαλίῳ, ἐπὶ νέας γυναικὸς ἐχούσης πρεσβύτην ἄνδρα· ― ἡ συνήθεια αὕτη ἴσως ἐλήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, ἴδε Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 40· ― ἡ μεγάλη τεσσαρακοντήρης Πτολεμαίου τοῦ Φιλοπάτορος εἶχε τέσσαρα πηδάλια, Ἀθήν. 203F· ― καὶ πηδάλιον τότε ναυκλήρῳ φράζει (ἡ γέρανος) κρεμάσαντι καθεύδειν, νὰ κρεμάσῃ τὸ πηδάλιον καὶ νὰ καθεύδῃ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 711, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 45 καὶ 627. 2) μεταφορ., ἱππικὰ π., ἐπὶ χαλινῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 206· π. δικαίῳ νωμᾶν στρατὸν Πινδ. Π. 1. 166· τὰ π. τῆς διανοίας Πλάτ. Κλειτοφῶν 408Β. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῶν πλοκάμων τοῦ ναυτίλου, ὁ ναυτίλος ἀντὶ πηδαλίων (δύο) τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37. 30· οὕτως, ἐπὶ τῶν μακρῶν ὀπισθίων ποδῶν τῆς ἀκρίδος, αὐτόθι 4. 7, 9., 4. 9, 4, πρβλ. π. Πορείας Ζ. 10. 3. ΙΙΙ. ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ πολύγωνον ἄρρεν, Διοσκ. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gouvernail, particul. partie plate, et qui plonge dans l’eau, du gouvernail ; p. anal. barre ou traverse de bois, dans le frein du cheval.
Étymologie: πηδόν.

English (Autenrieth)

(πηδόν): steering-oar or rudder, Od. 3.281, Od. 5.255. (Strictly, the word probably denotes the handle or bar connecting the two rudders, and serving to move them. See cuts Nos. 87, 88, and cf. Nos. 37, 38, 60. The adjoining cuts represent the rudders of Egyptian ships; in the first cut both rudders are depicted as on one side of the vessel.)

English (Slater)

πηδᾰλιον
   1 steering oar νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν (P. 1.86) (Τύχα) δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον fr. 40.

English (Slater)

πηδᾰλιον
   1 steering oar νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν (P. 1.86) (Τύχα) δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον fr. 40.