πυκινός
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
πυκινῶς,
A v. πυκνός.
German (Pape)
[Seite 815] poet. gedehnte Form = πυκνός, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. au sens collectif;
1 dru, serré : πυκιναὶ φάλαγγες IL lignes de combattants serrées ; πυκινοὶ λίθοι IL pierres bien jointes;
2 épais : πυκινὴ ὕλη IL bois épais ; πυκινὸν λέχος OD litière épaisse;
3 solidement joint en parl. d’une cuirasse ; étroitement fermé en parl. d’une maison;
4 fig. consistant, fort ; adv. • πυκινόν περ ἀχεύων OD quoique très affligé;
5 en parl. de l’intelligence consistant ; sage, prudent, avisé (esprit, conseil, parole);
II. au sens partitif fréquent, qui se succède sans interruption : πυκινὰ βέλεα IL traits qui se succèdent sans interruption ; πυκινοὶ δρόσοι SOPH pluie serrée.
Étymologie: cf. πυκνός.
English (Autenrieth)
(πύκα): close, thick, compact; θώρηξ, ἀσπίς, χλαῖνα, Od. 14.521; with reference to the particles or parts of anything, νέφος, φάλαγγες, στίχες; of a bed with several coverings, ‘closely spread,’ Il. 9.621 ; πυκινὰ πτερά, perhaps to be taken adverbially, of the movements in close succession (see below), Od. 2.151, etc.; of thick foliage, ὄζος, θάμνος, ὕλη; ‘closely shut,’ ‘packed,’ θύρη, χηλός, Ξ 1, Od. 13.68; metaph., ‘strong,’ ‘sore,’ ἄχος, ἄτη, Π , Il. 24.480; wise, prudent, sagacious, φρένες, μήδεα, ἔπος, etc.—Adv., πυκ(ι)νόν, πυκ(ι)νά, πυκινῶς, close, fast, rapidly, often; also deeply, wisely.
English (Slater)
πῠκῐνός, πυκνός
1 shrewd Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν (O. 13.52) πυκινὰν μῆτιν κλύοντες (sc. Μηδείας) (P. 4.58) πυκινῷ θυμῷ (sc. Πελία) (P. 4.73) ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς (Pauw: Τειρεσίαο πυκιναῖς codd.) (I. 7.8) ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 3.
English (Slater)
πῠκῐνός, πυκνός
1 shrewd Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν (O. 13.52) πυκινὰν μῆτιν κλύοντες (sc. Μηδείας) (P. 4.58) πυκινῷ θυμῷ (sc. Πελία) (P. 4.73) ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς (Pauw: Τειρεσίαο πυκιναῖς codd.) (I. 7.8) ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 3.