γλαυκός

From LSJ
Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκός Medium diacritics: γλαυκός Low diacritics: γλαυκός Capitals: ΓΛΑΥΚΟΣ
Transliteration A: glaukós Transliteration B: glaukos Transliteration C: glafkos Beta Code: glauko/s

English (LSJ)

ή, όν, orig. without any notion of colour,

   A gleaming (cf. γλαύσσω, γλαυσός), once in Hom., γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα Il.16.34 (hence γλαυκὴ δυσπέμφελος, = the sea, Hes. Th.440): so in Trag. (not A.), γ. λίμνα S.Fr.371,476; ἅλς E.Cyc.16; οἶδμα Id.Hel.1501 (lyr.); later γ. σελάνα Mesom.Sol.21; πλήθοντα πυρὸς γλαυκοῖο σελήνη Tryph.514; ἀστέρες Him.Ecl.13.37; γ. ἠώς Theoc.16.5; also γ. δράκων Pi.O.8.37 (expld. by Sch.as, = γλαύκωψ, γλαυκῶπις).    II later, of colour (κυανοῦς λευκῷ κεραννύμενος Pl.Ti.68c; cf. γλαυκότερον κυάνοιο φαείνεται Hegesianax 1), bluish green or grey, of the olive, S.OC701, E.IT1101, Tr.802 (all lyr.), etc.; of the elder, Emp.93; ὀπώρα, of grapes, S.Tr.703; of vine leaves, AP9.87 (Marc. Arg.); of the beryl and topaz, D.P.1119 sq.; μάραγδος Nonn.D.5.178.    2 freq. of the eye, light blue, grey, opp. μέλας, χαροπός, Arist.GA779b13, HA492a3, cf. Paus.1.14.6; ἔθνος γ. ἰσχυρῶς καὶ πυρρόν Hdt.4.108, cf. Hp.Aër.14, Arist.Pr.892a3, etc.; γ. Ἀθάνα E.Heracl.754 (lyr.), Theoc.28.1, cf. Plot.4.4.19; cf. γλαυκῶπις: —this colour was not admired, Luc.DMeretr.2.1, Philostr. VA7.42.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκός: -ή, -όν, Αἰολ. γλαῦκος, α, ον·‒ κατὰ πρῶτον πιθ. ἄνευ ἐννοίας τινὸς χρώματος, ἀπαστράπτων, ἀργυρόχρους, λάμπων, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ (ἂν καὶ εὑρίσκονται παρ’ αὐτῷ τὰ παράγωγα γλαυκιάω, -ῶπις) ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα Ἰλ. Π. 34 (ὁπόθεν ὁ Ἡσ. Θ. 440 καλεῖ τὴν θάλασσαν ἁπλῶς γλαυκήν)· οὕτω παρὰ Τραγ., γλ. λίμνη, ἅλς οἶδμα, κῦμα, κτλ.· οὕτως ὡσαύτως, γλ. σελήνη Ἐμπεδ. 176· γλ. ἀὼς Θεόκρ. 16. 5· καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. Ἐπ.· ὡσαύτως γλ. δράκων Πίνδ. Ο. 8. 48, ἔνθα ὁ Σχολ. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = γλαυκώψ, γλαυκῶπις. ΙΙ. βραδύτερον βεβαίως μετ’ ἐννοίας χρώματος (κυανοῦς λευκῷ καραννύμενος Πλάτ. Τιμ. 68C), κυανόφαιος ἢ κυανοπράσινος, Λατ. glaucus, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Πίνδ. Ο. 3. 23, Σοφ. Ο. Κ. 701, Εὐρ. Ι. Τ. 1101, Τρῳ. 799, κτλ. (πρβλ. γλαυκόχροος)· ἐπὶ τῆς ἰτέας καὶ τῆς λύγου, Βεργ. Γ. 4. 182, Αἰν. 6. 416· παρὰ Σοφ. Τρ. 703 ὡσαύτως ἐπὶ σταφυλῶν· ἐπὶ πολυτίμων τινῶν λίθων, οἷον τῆς βηρύλλου καὶ τοπαζίου, Διον. Π. 1119, κ ἑξ.· τῆς σμαράγδου Νόνν., Πλίν. 2) συχν. ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ ἔχων χρῶμα ἐλαφρῶς κυανοῦν ἢ φαιόν, Λατ. caecius, παριστάνον, τὸν ἀνοικτότερον χρωματισμὸν ὀφθαλμῶν ἐκ τῶν παρὰ τοῖς Ἕλλησι γνωστῶν, ὑφ’ ὧν διεκρίνετο: μέλας ἐπὶ τοῦ σκοτεινοτάτου χρώματος, μετὰ τοῦτο χαροπός, εἶτα γλαυκός, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 1, 20 κέξ., Ἱ. Ζ. 1. 10, 1, πρβλ. Foës. Οἰκον. Ἱππ. ἐν λ. γλαυκώσιες· οὕτως ὁ Ἡροδ. 4. 108. ὁμιλεῖ περί τινος ἔθνους ὅτι ἦτο γλαυκὸν ἰσχυρῶς καὶ πυρρόν, εἶχε δηλ. κυανοῦς ὀφθαλμοὺς καὶ ξανθοκοκκίνην τρίχα, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 289, Ἀριστ. Προβλ. 10. 11· οὕτω, γλ. Ἀθάνα Εὐρ. Ἡρακλ. 754, κτλ.· πρβλ. Φιλόστρ. 321· ἴδε γλαυκῶπις· ‒ τὸ χρῶμα τοῦτο δὲν ἐθαυμάζετο, Λουκ. Ἑτ. Δ. 2. 1. (Ὅτι τὸ γλαυκός, ἔτι καὶ ἐνῷ ἀνεφέρετο εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ἐσήμαινε: βλοσυρῶς βλέπων, ἀκτινοβολῶν, ὡς ἐν τοῖς Ὁμηρικοῖς γλαυκῶπις, γλαυκιάω, φαίνεται ἐκ τῆς ἀναλογίας τοῦ χαροπὸς (ὅπερ ὡσαύτως μετέβη εἰς τὴν ἔννοιαν χρώματος), ὡς καὶ ἐκ τοῦ ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς γλαυκὸς δὲν εἶναι κυανοῖ, οὐδὲ φαιοί. Αὕτη ἡ σειρὰ τῶν σημασιῶν τῆς λέξεως συμφωνεῖ καὶ πρὸς τὴν παρατήρησιν ὅτι συγγενεύει πλησιέστατα πρὸς τὸ γλαύσσω = λάμπω, γλαυσὸς =λαμπρὸς (Ἡσύχ.).)

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
1 primit. brillant, étincelant, éclatant (sans idée de couleur déterminée), en parl. de la mer (d’où subst.γλαυκή la mer), de l’aurore, de races d’hommes aux yeux clairs;
2 de couleur glauque, d’un vert pâle ou gris.
Étymologie: R. Γαλ, briller.
2gén. de γλαύξ.

English (Autenrieth)

gleaming (but with reference to the effect of color, grayishblue); θάλασσα (cf. ‘old ocean's gray and melancholy waste’), Il. 16.34†.

English (Slater)

γλαυκός (cf. γλαυκώψ)
   1 blue-grey cf. Leumann, Hom. Wörter, 152. γλαυκοὶ δὲ δράκοντες (contra Σ. φοβεροί) (O. 8.37)