ἕνεκα
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
Il.1.110, etc., or ἕνεκεν (twice in Hom., Od.17.288,310, rare in Trag., as E.Med.999 (lyr.), and early Prose, Th.6.2, X.HG2.1.14, Pl.Smp.210e; in Com., Men.Epit.330; twice in fourth-cent. Att. Inscrr., IG2.987A2, 611b13, but prevalent in later Inscrr., cf. SIG 577.7 (Milet., iii/ii B.C.); in late Prose, Sch.Pi.O.7.10), Ep., Ion., and poet. εἵνεκα (also in Pl., Lg.778d, al.), or εἵνεκεν (both forms in Hdt. and Hp. and not uncommon in codd. of later writers;
A εἵνεκεν B.12.136, Pi.I.8(7).35 codd.; εἵνεκε Aret.CA1.2, f.l. in Hdt.7.133): ἕνεκε SIG333.14 (Samos, iv B.C.), Supp.Epigr.1.351.10 (ibid.), CIG 3655.18 (Cyzicus, iii/ii B.C.): Aeol. ἔννεκα Alc.Supp.9.1, IG12(2).258.8 (Lesbos, i A.D.), but ἔνεκα ib. 11(4).1064b32 (Delos), 12(1).645a38 (Nesus): late ἕνεκον JHS37.108 (Lydia), etc.:—Prep. with gen., usu. after its case; also before, Il.1.94, B.12.136, Hdt.3.122, etc. When it follows its case, it is sometimes separated from it by several words, as in Hdt.1.30, D.20.88, etc. 1 on account of, Τρώων πόλιν . . ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά Il.14.89, etc.; ὕβριος εἵνεκα τῆσδε 1.214; τοῦδ' ἕνεκα for this, ib.110; ὧν ἕ. wherefore, 20.21; τίνος ἕ. βλάβης; A.Fr.181; παῖσαι ἄνδρας ἕνεκεν ἀταξίας X.An. 5.8.13; στεφανοῦσθαι ἀρετῆς ἕνεκα Aeschin.3.10; for the sake of, τοῦ ἕ.; Pl.Prt.31cb; τῶν δὲ εἵνεκα, ὅκως... or ἵνα... Hdt.8.35,40; κολακεύειν ἕ. μισθοῦ X.HG5.1.17; διὰ νόσον ἕ. ὑγιείας by reason of sickness for the sake of health, Pl.Ly.218e, cf. Smp.185b; τὸ οὗ ἕ. the final cause, Arist.Ph.194a27, Metaph.983a31; τὸ οὗ ἕνεκεν Id.Ph.243a3, Metaph.1059a35. 2 as far as regards, ἐμοῦ γ' ἕνεκα as far as depends on me, Ar.Ach.386, D.20.14; τοῦ φυλάσσοντος εἵνεκεν Hdt. 1.42; εἵνεκεν χρημάτων as for money, Id.3.122, etc.; ἕνεκά γε φιλονικίας Pl.R.548d, cf. 329b; ἐμπειρίας μὲν ἄρα ἕ. ib.582d; ὁμοῖοι τοῖς τυφλοῖς ἂν ἦμεν ἕνεκά γε τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν X.Mem.4.3.3. 3 in consequence of, εἵνεκα τέχνας by force of art, AP9.729. 4 pleon., ἀμφὶσοὔνεκα S.Ph.554codd.; ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕ. as far as shouting went, Th.8.92, X.HG2.4.31; τίνος χάριν ἕ.; Pl.Lg.701d, cf.Plt.302b. II Conj., for οὕνεκα (q.v.), because, h.Ven.199, Call.Aet.3.1.6,Fr.287. 2 εἵνεκεν, = ὁθούνεκα, that, Pi.I.8(7).35 codd.
German (Pape)
[Seite 837] ep. u. ion. εἵνεκα, doch auch Aesch. Suppl. 185 Prom. 345 u. einzeln in Prosa, wie Dem. 1, 28 Plat. Legg. VI, 768 d u. Sp.; ἕνεκεν, sowohl bei Dichtern als in att. Prosa, εἵνεκεν Her. u. Pind.; äol. ἕννεκα, Inscr. 2183; – 1) wegen; zur Bezeichnung einer Absicht, eines Zweckes, zur Angabe einer Veranlassung od. Ursache; Hom. u. Folgde überall, gew. dem abhängigen Worte nachgesetzt, doch auch vorstehend, ἐπιμέμφεται ἕνεκα ἀρητῆρος Il. 1, 94; so Plat. Gorg. 499 e Xen. An. 5, 4, 19 Is. 7, 37 Din. 2, 5 u. bes. in den unter 21 erwähnten Fällen; μάχεσθαι εἵνεκα κούρης Iliad. 2, 377; εἵνεκ' ἐμεῖο μένειν, um meinetwillen, 1, 173; Ἑλένης ἕνεκα Aesch. Ag. 774. Genauer für die erste Bdtg beschränkt es Plat. Lys. 218 d, wo entgegengesetzt wird, der Kranke sei ein Freund des Arztes, διὰ νόσον ἕνεκα ὑγιείας, weil er krank ist, um gesund zu werden; τοῦ ἕνεκα, weswegen, in welcher Absicht, Plat. Prot. 310 b; ἀρετῆς ἕνεκα καὶ τοῦ βελτίων γενέσθαι, um besser zu werden, Conv. 185 b; κολακεύειν ἕνεκα μισθοῦ, um des Soldes willen, Xen. Hell. 5, 1, 17; τῶν δ' εἵνεκα ἵνα –, ὅκως –, in der Absicht, damit, Her. 8, 35. 40. 76; pleonastisch ἀμφὶ σοὔνεκα Soph. Phil. 550; τίνος δὴ χάριν ἕνεκα ταῦτα ἐλέχθη Plat. Legg. III, 701 d, wie Phocyl. 188; über ἀπὸ βοῆς ἕνεκα s. ἀπό. – 2) in Ansehung, was anbetrifft, oft mit γέ verbunden u. gew. voranstehend; τοῦ φυλάσσοντος εἵνεκεν, soviel am Hüter liegt, Her. 1, 42; εἵνεκέν γε χρημάτων, wenn es nur auf Geld ankommt, Her. 3, 122; ἕνεκά γε φιλονεικίας Plat. Rep. VIII, 548 d; ἐμπειρίας μὲν ἄρα ἕνεκα κάλλιστα τῶν ἀνδρῶν κρίνει, wenn es nur auf Erfahrung ankommt, von Seite der Erfahrung, ib. IX, 582 d, vgl. Phaedr. 272 b ἕνεκα μὲν πείρας ἔχοιμ' ἄν, ἀλλ' οὔτι νῦν γε οὕτως ἔχω u. Rep. I, 329 b κἂν ἐγὼ τὰ αὐτὰ ἐπεπόνθη ἕνεκά γε γήρως, wenigstens dem Alter nach; ἕνεκα ἀναιδείας ἑτοίμως πᾶν ἔργον ποιῆσαι δοκεῖ Dem. 24, 65; vgl. Xen. Cyr. 3, 2, 30; ἐμοῦ γε ἕνεκα, wenn es auf mich ankommt, meinethalben, εἰ πάνυ χρηστός ἐστιν, ὡς ἐμοῦ γε ἕν. ἔστιν Dem. 20, 14; ἕνεκά γε τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν, wenns auf unsere Augen ankäme, trotz unserer Augen, Xen. Mem. 4, 3, 3. – Ἕνεκα für οὕνεκα, weil, Pind. I. 7, 33 u. def. bei sp. D., wird schon von Apollon. B. A. p. 505 getadelt; s. Ap. Rh. 4, 1523 Wellauer u. Bast zu Greg. Cor. p. 899; vgl. auch οὕνεκα.
Greek (Liddell-Scott)
ἕνεκα: ἢ ἕνεκεν (τὸ τελευταῖον σπάνιον παρὰ Τραγ., Εὐρ. Μήδ. 999, 1086, 1114, καὶ ἔτι σπανιώτερον παρὰ πεζογράφοις), Ἰωνικ. καὶ ποιητ. εἵνεκα ἢ εἵνεκεν: ἕνεκε Λακων. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1347, 1404. Κυζ. αὐτόθι 3655. 18, Αἰολ. ἕννεκα αὐτόθι 2183· πρβλ. οὕνεκα: - Πρόθ. μετὰ γεν., κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τὴν ἐξ αὐτῆς ἐξηρτημένην πτῶσιν, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ πρὸ αὐτῆς, ὡς ἐν Ἰλ. Η. 94 ἀλλ’ ἕνεκ’ ἀρητῆρος, καὶ Β. 377 εἵνεκα κούρης, καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφ., ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν νῦν. 1) ἐξ αἰτίας τινός, χάριν τινός, ἕνεκα, Λατ. gratia, causa, Τρώων πόλιν..., ἧς εἵνεκ’ ὀϊζύομεν κακά πολλὰ Ἰλ. Ξ. 89, κτλ.· ὕβριος εἵνεκα τῆσδε Α. 214· τοῦδ’ ἕνεκα, ἕνεκα τούτου, αὐτόθι 110· ὧν ἕνεκα Υ. 21· τίνος ἕνεκα; Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 180· τοῦ ἕνεκα; Πλάτ. Πρωτ. 310Β (πρβλ. οὕνεκα)· τῶν δὲ εἵνεκα ὅκως..., ἢ ἵνα..., Ἡρόδ. 8. 35. 40· κολακεύειν ἕνεκα μισθοῦ Ξεν. Ἑλλην. 5. 1. 17· διὰ νόσον ἕνεκα ὑγιείας, ἐξ αἰτίας νόσου χάριν ὑγείας, Πλάτ. Λύσ. 218D, πρβλ. Συμπ. 185Β· τὸ οὗ ἕνεκα (οὐδέποτε τὸ οὗ ἕνεκεν), τὸ τελικὸν αίτιον, Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 8, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 1, κ. ἀλλ. 2) ὡς πρός, ἐν σχέσει πρός, ὅσον διά..., ἐμοῦ γε ἕνεκα, ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 365, Δημ. 461. 12· τοῦ φυλάσσοντος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 42· εἵνεκέν γε χρημάτων, ὅσον διὰ χρήματα, ὁ αὐτ. 3. 122, κλ.· ἕνεκά γε φιλονεικίας Πλάτ. Πολ. 548D, πρβλ. 329Β· ἐμπειρίας μὲν ἄρα ἕνεκα αὐτόθι 582D· ὁμοῖοι τοῖς τυφλοῖς ἂν ἦμεν ἕνεκά γε τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 3· πρβλ. ἕκατι, οὕνεκα. 3) δυνάμει τινός, τέχνης εἵνεκα, δυνάμει τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τῆς Ἀνθ. 4) πλεοναστ., ἀμφὶ σοὔνεκα (ἀμφὶ σοῦ νέα Auratus, ᾧ ἠκολούθησαν οἱ ἄριστοι νεώτεροι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb.) Σοφ. Φ. 554· ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα ὠργίζεταο τοῖς ὁπλίταις, ὅσον κατὰ τὴν βοήν, δηλ. κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον, οὐχὶ δὲ πραγματικῶς, Θουκ. 8. 92· προσέβαλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν, ὅπως μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὢν Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 31· τίνος δὴ χάριν ἕνεκα ταῦτα ἐλέχθη; Πλάτ. Νόμ. 701D, πρβλ. Πολιτικ. 302Β. ΙΙ. ὡς σύνδεσμος ἀντὶ τοῦ οὕνεκα (ὃ ἴδε), διότι, οὕνεκά μ’ αἰνὸν ἔσχεν ἄχος Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 198, Καλλ. Ἀποσπ. 287, πρβλ. Βίωνα 8. 5. 2) εἵνεκεν = οὕνεκεν ἢ ὅτι, Πινδ. Ι. 7 8. 70.
French (Bailly abrégé)
poét. εἵνεκα;
prép. avec le gén., d’ord. après son rég.
I. à cause de :
1 à cause de, en raison de, pour : ἧς εἵνεκ’ IL (la ville de Troie) à cause de laquelle ; ὕβριος εἵνεκα τῆσδε IL à cause de cet outrage ; τοῦδ’ ἕνεκα IL à cause de cela ; ὧν ἕνεκα IL à cause de quoi, c’est pourquoi ; qqf avant son rég. κολακεύειν ἕνεκα μισθοῦ XÉN flatter pour recevoir un salaire;
2 à cause de, en faveur de, pour l’amour de, au sens du lat. causa ou gratia;
II. par rapport à, quant à : ἕνεκά γε τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν XÉN du moins en ce qui regarde nos yeux.
Étymologie: DELG myc. eneka, mais étym. peu claire.
English (Autenrieth)
on account of, for the sake of, because of, w. gen.; placed before or after its case.
English (Slater)
ἕνεκα prep. c. gen.,
1 because of Θήρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον (O. 2.5) τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι οἱ πάλιν i. e. therefore (O. 1.65)