ἄθλιος
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Alc.1038, etc., Att. contr. from ἀέθλιος: (ἄεθλον, ἆθλον):—lit.
A winning the prize or running for it (this sense only in Ep. form ἀέθλιος, q.v.). II metaph., struggling, unhappy, wretched, miserable (this sense only in Att. form ἄθλιος), freq. of persons, A.Th.922, etc.: Comp. -ιώτερος S.OT815,1204: Sup. -ιώτατος E.Ph.1679:—also of states of life, ἄ. γάμοι A.Th.779; βίος, τύχη, E.Heracl.878, Hec.425:—of that which causes wretchedness, ἆρ' ἄθλιον τοὔνειδος ; S.OC753, cf. El.1140; πρόσοψις E.Or.952. Adv., τὸν ἀθλίως θανόντα S.Ant.26, cf. E.HF707, etc. 2 in moral sense, pitiful, wretched, Lys.32.13, D.10.43; τίς οὕτως ἄ. ὅστις . . ; Id.21.66; καὶ γὰρ ἂν ἄ. ἦν, εἰ . . ib.191. 3 without any moral sense, wretched, sorry, θηρσὶν ἄθλιον βοράν E.Ph.1603; ἄ. ζωγράφος Plu.2.6f. Adv. -ίως καὶ κακῶς with wretched success, D.18.145; ζῆν ἀ. Philem.203.
German (Pape)
[Seite 47] α, ον, zuweilen fem. ἄθλιος, Eur. Alc. 1043 Hel. 796 Herc. Fur. 100, (ἆθλος), kampf-, mühvoll, unglücklich; bei Trag., Ar. u. in Prosa häufig von Menschen, bes. von schlechten, ungerechten, und Sachen, wie νόσος ἀθλία Antiph. 1, 30, συμφορά, πάθος. Bei Plat. mit ἐλεεινός verb., Gorg. 469 b; mit κακοδαίμων Men. 78 a; im Ggstz von μακάριος Rep. IX, 571 a; εὐδαίμων Legg. X, 905 b; ἡδυπαθής Xen. Cyr. 7, 5, 74. Die Atticisten ziehen es dem ἀτυχής vor. Bei Dem. verb. mit ἄφρων 19, 173; wie Plut. von einem ζωγράφος ἄθλιος spricht, de educ. lib. 9 M., wie wir auch ein unglücklicher Maler für »schlecht« sagen. – Adv. ἀθλίως, z. B. ἔχειν, Eur. Herc. Fur. 707; διατιθέμενος Plat. Critia. 121 b; διακεῖσθαι Ar. Pl. 80. S. auch ἀέθλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθλιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 1038, κτλ.· Ἀττ. συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀέθλιος, (ἄεθλον, ἆθλον) = ὁ τό ἆθλον φερόμενος, κερδαίνων ἢ ἀγωνιζόμενος περὶ αὐτοῦ, (αὕτη ἡ σημ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ ἀέθλιος, ὅ ἴδε). ΙΙ. μεταφορ. ταλαιπωρούμενος, δυστυχής, ἄθλιος, ἐλεεινός. (Ἡ σημασία αὕτη μόνον ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ ἄθλιος)· ἐπὶ προσώπων συχν. ἀπὸ τοῦ Αἰσχύλου καὶ ἐφεξῆς: ― συγκρ. -ιώτερος, Σοφ. Ο. Τ. 815, 1204: ― Ὑπερθ. -ιώτατος, Εὐρ. Φοίν. 1679: ― ἐνίοτε καὶ ἐπὶ βιοτικῶν πραγμάτων: ― ἄθλ. γάμοι, Αἰσχύλ. Θ. 779, Εὐρ.: βίος, τύχη, Εὐρ. Ἡρακλ. 878, Ἑκ. 425: ― ὡσαύτως περὶ τοῦ προξενοῦντος δυστυχίαν, τοῦ αἰτίου τῆς ἐλεεινῆς καταστάσεως, ἆρ’ ἄθλιον τοὔνειδος, Σοφ. Ο. Κ. 753, πρβλ. Ἠλ. 1440· πρόσοψις, Εὐρ. Ὀρ. 952. ― Ἐπίρρ. τὸν ἀθλίως θανόντα, Σοφ. Ἀντ. 26. πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 707. κτλ. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἄξιος οἴκτου, δυστυχής, Δημ. 142. 18· τίς οὕτως ἄθλιος ὥστε…; = τίς εἶναι τόσον ἐλεεινός, ὥστε…; ὁ αὐτ. 536. 7, καὶ γὰρ ἂν ἄθλιος ἦν, εἰ... 576. 18. 3) ἄνευ ἠθικῆς τινος σημασίας, ἄθλιος, φαῦλος, ἐλεεινός, θηρσὶν ἀθλίαν βοράν, Εὐρ. Φοίν. 1603· ἄθλ. ζωγράφος, Πλούτ. 2. 6F: ― Ἐπίρρ. ἀθλίως καὶ κακῶς, = κακὰ καὶ ἄθλια, Δημ. 276. 2· ζῆν ἀθλίως, Φιλήμ. Ἄδηλ. 109.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. 1 qui lutte, qui souffre, éprouvé, malheureux, misérable;
2 traité misérablement : ἄθλιος τύμβος EUR le tombeau malheureux, càd négligé, privé d’honneurs;
3 fécond en luttes, en misères, pénible;
4 pauvre, chétif, piteux : ἄθλιος ζωγράφος PLUT mauvais peintre;
II. qui fait souffrir, qui cause une souffrance pénible.
Étymologie: ἆθλος.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. ἀέθλιος sólo en sent. I 1
I 1de competición, de carrera ἵππος Thgn.257, Call.Del.113.
2 dado como premio en los concursos de tragedia τράγος Tz.Comm.Ar.2.465.14.
II 1que se debate en el sufrimiento, desgraciado, digno de lástima A.Th.922, τίς τοῦδέ γ' ἀνδρὸς νῦν ἔτ' ἀθλιώτερος; S.OT 815, cf. 1204, ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης E.Hec.425, βίος ἄ. E.Heracl.878, συμφεύξομαι τῷδ' ἀθλιωτάτῳ πατρί E.Ph.1679, ὁ κάκιστος ἀθλιώτατος Pl.R.544a, cf. Grg.470e, Lys.32.13, D.10.43, ὦ ἄθλιε IG 42.121.83 (IV a.C.), τίς οὕτως ἄ. ὅστις ... D.21.66
•en cont. relig. Liber Iann.247
•fig. de un artista malo, digno de lástima ἄ. ζωγράφος Plu.2.6f, ἀ. πόλις ciudad desgraciada D.C.77.22.3.
2 inhumano, miserable, degradante θηρσὶν ἄθλιον βοράν E.Ph.1603, ἄ. τύμβος tumba abandonada E.El.519.
III desastroso, funesto, que trae desgracia γάμοι A.Th.779, ἄ. τοὔνειδος S.OC 753, πρόσοψις E.Or.952.
IV adv. -ως
1 de manera desgraciada, miserable, digna de lástima τὸν ἀ. θανόντα S.Ant.26, μ' ἀ. πεπραγότα E.HF 707, ζῆν Philem.172, διάκειμαι Cleom.2.1.423.
2 de manera que causa dolor ἀ. σῳστέον tengo que salvarlas por doloroso que me sea E.HF 1385.
• Etimología: Cf. ἆθλος.