ψυχρός

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχρός Medium diacritics: ψυχρός Low diacritics: ψυχρός Capitals: ΨΥΧΡΟΣ
Transliteration A: psychrós Transliteration B: psychros Transliteration C: psychros Beta Code: yuxro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A cold, χάλαζα, νιφάδες, χιών, Il.15.171, 19.358, 22.152; ψ. χαλκός (as we say 'cold steel') 5.75: freq. of water, ψ. ὕδωρ Od.9.392, Th.2.49; ψυχρόν (without ὕδωρ) Thgn.263; λοῦνται ψυχρῷ Hdt.2.37; ἀναγαργαρίζεσθαι ψυχρῷ IG42(1).126.30 (Epid., ii A. D.) (but τὸ ψυχρὸν also = ψῦχος, cold, Hdt.1.142); ψ. ὥστε λούσασθαι X.Mem.3.13.3: of the air, αὔρη ψ. Od.5.469; αἰθήρ Pi.O.13.88 (s. v. l.); νύκτες Th.7.87; κυνὸς ψυχρὰ δύσις S.Fr.432.11; ψ. βίος life in the cold, Ar.Pl.263: esp. of dead things, νέκυς (opp. θερμὸν αἷμα) S.OC622; of cold meats, Alex.173.4, etc.; of a snake, Theoc.15.58: Comp. -ότερος Hdt.2.22, Pl.Phlb.24b: Sup. -ότατος D.S.1.41.    II metaph.,    1 ineffectual, vain, ἐπικουρίη ψ. Hdt.6.108; ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49; ψ. παραγκάλισμα S.Ant.650; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις a hot spirit in a cold business, ib.88.    2 of feelings, ψ. τέρψις, ἐλπίς, E.Alc.353, IA1014.    3 of persons, cold-hearted, heartless, indifferent, X.Cyr.8.4.22, 23; ψ. καὶ μελαγχολικοί Arist.MM 1203b1; ἐκ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί Pi.Fr. 123.5; οὔτε ψ. εἶ οὔτε ζεστός Apoc.3.15.    4 of flat, lifeless, insipid productions, τὸν Παλαμήδην (the play so named) ψυχρὸν ὄντ' αἰσχύνεται Ar.Th.848; σκῶμμα . . σφόδρα ψ. Eup.244; ψ. καὶ ἀηδὴς [Μοῦσα] Pl.Lg.802d; ἕωλα καὶ ψ. D.21.112; πρᾶγμα . . φρέατος . . ψυχρότερον Ἀραρότος Alex.179, cf. Arist.Rh.1405b34, Demetr.Eloc.114, etc.: hence jokes in Ar.Ach.138-140, Machoap.Ath.13.580a; also of authors themselves, γίνεται ψυχρός D.H.Isoc.3. Adv., ὁ δ' αὖ Θέογνις ψυχρὸς ὢν ψυχρῶς ποιεῖ Ar.Th.170; σκώψαντι ψ. ἐπιγελάσαι to laugh at a feeble joke, Thphr.Char.2.4; τοὺς γοῦν ψυχροὺς ψ. λέγουσι διαλέγεσθαι Pl.Euthd.284e.    5 silly, γραϊδίοις ψυχροῖς ὁμιλοῦντες Jul.Ep.89b. [Written ψυχθρός IG12(5).1104 (Syros, ii A. D.); cf. conversely μάκρα for μάκτρα (ψυχρός orig. 'cooled by blowing' from ψύχω 'blow').]

German (Pape)

[Seite 1405] kalt, frostig, kühl, frisch, erfrischend; Hom. ὕδωρ, Od. 9, 392. 17, 209; χάλαζα, Il. 15, 171; νιφάδες, χιών, 19, 358. 22, 152; auch χαλκός, 5, 75; Βορέας Pind. Ol. 3, 34; αἰθήρ, αὖραι, 13, 85. 9, 104; von allen Todten, Soph. O. C. 628, vgl. Valck. Phoen. 1448; δέμας, νέκυς, Lycophr. 396. 1113. – Ggstz von θερμός, Plat. Phaed. 96 b u. öfter; ψυχρῷ λοῦνται Her. 2, 37. – Uebertr., kalt, frostig, abgeschmackt, von Worten, Witzen u. Späßen, und von Menschen, kaltsinnig, ohne Theilnahme, gleichgültig, ohne Geist und Leben; Ar. Plut. 263. 658 Th. 848; vgl. Plat. Euthyd. 284 e Legg. VII, 802 d; im Ggstz von σεμνός Isocr. 2, 34; vgl. Xen. Cyr. 8, 4,22; ὄνομα Dem. 19, 187; Sp. – Vom Leben od. Geschicke der Menschen, Schauder erregend, schauderhaft, θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις Soph. Ant. 88; ärmlich, elend, βίος B. A. 116, durch δυσκίνητος erkl. – Von Haudlungen, erfolglos, vergeblich, ἐπικουρία Her. 6, 108, νίκη, nichtiger, eitler Sieg, 9, 49, ἐλπίς Eur. I. A. 1014.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχρός: -ά, -όν, (ψύχω) ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ θερμός· χάλαζα, νιφάδες, χιών Ἰλ. Ο. 171, Τ. 358, Χ. 152· ψ. χαλκὸς (ὡς τὰ νῦν «ψυχρὸς σίδηρος») Ε. 75· συχν. ἐπὶ ὕδατος, ψ. ὕδωρ Ὀδ. Ι. 392, Θουκ. 2. 49· καὶ ψυχρὸν (ἄνευ τοῦ ὕδωρ) Θέογν. 263· ψυχρῷ λοῦνται Ἡρόδ. 2. 37 (ἀλλὰ καὶ τὸ ψυχρὸν = ψῦχος, ὁ αὐτ. 1. 142)· ψ. ὥστε λούσασθαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 3· - ἐπὶ τοῦ ἀέρος, αὔρη ψ. Ὀδ. Ε. 469· αἰθὴρ Πινδ. Ο. 13. 125· νύκτες Θουκ. 7. 87· κυνὸς ψυχρὰ δύσις Σοφ. Ἀποσπάσμ. 379. 11. ψ. βίος, ἐν τῷ ψύχει, Ἀριστοφ. Πλ. 263· - μάλιστα ἐπὶ νεκρῶν, νέκυς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θερμὸν αἷμα) Σοφ. Οἰδ. Κολ. 622, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1448· ἐπὶ ψυχρῶν φαγητῶν, ψυχρά σοι ἅπαντα παραθῶ; Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 2. 4, κτλ.· ἐπὶ ὄφεως, Θεόκρ. 15. 58· - Συγκρ. -ότερος, Ἡρόδ. 2. 22, Πλάτ. ἐν Φιλήβῳ 24Β. Ὑπερθ. -ότατος, Διόδ. 1. 41. ΙΙ. μεταφ. ψυχρός, Λατ. frigidus, δηλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων καὶ συμβάντων, ψυχρός, μάταιος, ἀνωφελής, ἄκαρπος, ψ. ἐπικουρίη Ἡρόδ. 6. 108· ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ ὁ αὐτ. 9. 49· ψ. παραγκάλισμα Σοφ. Ἀντιγ. 650· θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις, θερμὴν καρδίαν εἰς ψυχρὰν ὑπόθεσιν, αὐτόθι 88. 3) ἐπὶ αἰσθημάτων, ψυχρὰ τέρψις, ἐλπὶς Εὐρ. Ἄλκ. 354, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1014. 4) ἐπὶ προσώπων, ψυχρὸς τὴν καρδίαν, «ἄκαρδος», ἀναίσθητος, «ἄπονος», ἄθυμος, ἀδιάφορος, στερούμενος ζωηρότητος, ἢ αἰσθήσεως, Πλάτ. Εὐθύδ. 284Ε, Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 4, 22 καὶ 22· ψ. καὶ μελαγχολικοὶ Ἀριστ. Ἠθ. Μεγ. 2. 6, 43· ἐκ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογὶ Πινδ. Ἀποσπ. 89. 6. 5) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν ἢ πραγμάτων διὰ τοιούτων φράσεων ἐξηγουμένων, ψυχρός, ὑπερβολικός, τὸν Παλαμήδην (τὸ δρᾶμα τὸ οὕτω καλούμενον) ψυχρὸν ὄντ᾿ αἰσχύνεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 848· σκῶμμασφόδρα ψ. Εὔπολ. «Προσπαλτίοις» 2 ψ. καὶ ἀηδὴς Μοῦσα Πλάτ. Νόμ. 802D· ἕωλα καὶ ψυχρὰ Δημ. 551. 13· πρᾶγμα… φρέατος… ψυχρότερον Ἀραρότος Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2· ἴδε Ἀριστοτ. περὶ ψυχρᾶς λέξεως (Ρητ. 3. 3)· ὡσαύτως ἐπ᾿ αὐτῶν τῶν συγγραφέων, γίνεται ψυχρὸς Διονυσ. Ἁλ. Ἰσοκρ· οὕτως ἐπίρρημ., ψυχρῶς ποιεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 170· τοὺς γοῦν ψυχροὺς ψυχρῶς λέγουσι Πλάτ. Εὐθύδ. 284Ε.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
A. froid :
I. au propre : τὸ ψυχρόν (ὕδωρ) l’eau froide pour se laver, ou en gén. le froid;
II. fig. froid, glacial :
1 en parl. du style;
2 en parl. d’actions froid ; stérile, vain, inutile, nul, insignifiant : ψυχρὰ ἐπικουρίη HDT secours vain ; ψυχρὰ νίκη HDT victoire insignifiante ; ψυχρὰ ἐλπίς EUR vaine espérance ; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχειν SOPH s’enflammer pour des choses qui font frissonner;
3 en parl. de pers. indifférent, insensible ; non passionné ou glacé de frayeur ; misérable, malheureux, triste;
B. qui refroidit, qui glace;
Cp. ψυχρότερος, Sp. ψυχρότατος.
Étymologie: ψύχω.

English (Slater)

ψῡχρός
   1 freezing, chill πνοιαῖς Βορέα ψυχροῦ (O. 3.32) ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν (O. 9.97) αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου (Schr.: ψυχρᾶς codd.) (O. 13.88) met., ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6. dub., γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων (ψυχάν coni. Schneider: alii alia) fr. 123. 9.

English (Strong)

from ψύχος; chilly (literally or figuratively): cold.