κοίτη
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
ἡ, (κεῖμαι)
A = κοῖτος 1, once in Hom., Od.19.341 (v.l. οἴκῳ); bedstead, IG12.330.16, al., Wilcken Chr.244.3 (iii B.C.), etc.; esp. marriage-bed, A.Supp.804 (lyr.), S.Tr.17; οὐ γὰρ ἐκ μιᾶς κ. ἔβλαστον Id.Fr.546; τᾶς ἀπλήστου κ. ἔρος E.Med.152 (lyr.), etc.; ἀνάνδρου κοίτας λέκτρον ib.436 (lyr.); also πετρίνη κοίτη, of a cave, S.Ph.160 (anap.); τειρομέναν νοσερᾷ κ. on a sick-bed, E.Hipp.132 (lyr.); κοίταν δ' ἔχει νέρθεν, of one dead, S.OC1706 (lyr.); κ. σκληρά Pl.Lg.942d, Aret.CA1.1: pl., ἔννυχοι κ. Pi.P.11.25; νυμφίδιοι κ. E. Alc.249 (lyr.): metaph., of the sea, ἐν μεσημβριναῖς κοίταις . . εὕδοι πεσών A.Ag.566; of the bed of a river, Procop.Aed.5.5, Phlp.in Ph. 586.21, Lyd.Mens.4.10. 2 lair of a wild beast, nest of a bird, etc., E.Ion 155 (lyr.); χελιδόνων Aët.16.15; κ. ποιεῖσθαι, of the spider, Arist.HA623a12; of the fish ἐξώκοιτος, Thphr.Fr.171.1. 3 quarters, τῶν φυλακιτῶν BGU1007.14 (iii B.C.), cf. PTeb.179 (ii B.C.); v. infr. VI. 4 pen, fold for cattle, PLips.118.15 (ii A.D.). II act of going to bed, τῆς κοίτης ὥρη bed-time, Hdt.1.10, 5.20; τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι to entertain 'at bed and board', ibid.; τὴν σκηνὴν εἰς κ. διέλυον for going to bed, X.Cyr.2.3.1 (but κεῖσθαι κοίταν to lie still in death, A.Ag.1494 (lyr.)). III lodging, entertainment, PTeb. 122.1 (i B.C.), al. IV of sexual connexion, κ. διδόναι LXX Nu.5.20, cf. Le.18.20; κ. σπέρματος ib.15.16; κ. ἔχειν ἐκ . . to become pregnant by a man, Ep.Rom.9.10; in bad sense, lasciviousness, ib. 13.13 (pl.). V parcel, lot of land, PAmh.2.88.9 (ii A.D.), PRyl. 168.9 (ii A.D.). VI chest, case, or basket, Pherecr.122, Eup.76, IG 22.120.37,40, Men.129.2, PPetr.2p.10 (iii B.C., unless in signf. 1.3), Luc.Ep.Sat.21; αἱ μυστικαὶ κ. Plu.Phoc.28.
German (Pape)
[Seite 1470] ἡ (κεῖμαι, vgl. κοιμάω), das Lager, die Schlafstätte, das Bett; Od. 19, 341; ἔννυχοι Pind. P. 11, 25; Aesch. Ag. 1473; κοίτη γαμήλιος Suppl. 785; πετρίνη κοίτη, das Felsenlager, Soph. Phil. 160; das Ehebett, El. 264 Tr. 17; auch im plur., 918 El. 187; von Todten, κοίταν δ' ἔχει νέρθεν O. C. 1704; ἐν πέδῳ κοίτας ἔχειν Eur. Troad. 494; sp. D.; in Prosa, ἐπεὶ ἐδόκεε ὥρη τῆς κοίτης εἶναι, Zeit zum Schlafengehen, Her. 1, 18, wie 5, 20; vgl. τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην διέλυον, um zur Ruhe zu gehen, Xen. Cyr. 2, 3, 1, vgl. 7, 5, 59; κοίτη σκληρά Plat. Legg. XII, 942 d; μαλακή Xen. Mem. 2, 3, 16. – Auch von den Thieren, z. B. den Vögeln, Eur. Ion 155; – übertr., vom ruhigen Meere, εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις εὕδοι πεσών Aesch. Ag. 552. – Kiste, Men. Ath. IV, 146 c; ἐν ταῖς κοίταις (v. l. κοιτίσι) καὶ κίσταις Luc. ep. gat. 21; Poll. 7, 79; vgl. μυστικαὶ κ. Plut. Phoc. 28.
Greek (Liddell-Scott)
κοίτη: ἡ, (κεῖμαι) = κοῖτος (ὅπερ εἶναι ἡ Ὁμηρ. λέξις, διότι ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ κοίτη μόνον ἅπαξ, Ὀδ. Τ. 341, καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει διάφ. γραφ. οἴκῳ), Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἰδίως ἡ συζυγικὴ κλίνη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 804, Σοφ. Τρ. 17· οὐ γὰρ ἐκ μιᾶς κ. ἔβλαστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 491· τᾶς ἀπλήστου κοίτας ἔρος Εὐρ. Μήδ. 151, κτλ.· ἀνάνδρου κοίτας λέκτρον αὐτόθι 437· ― πετρίνη κοίτη, ἐπὶ σπηλαίου Σοφ. Φοίν. 160· τείρεσθαι νοσερᾷ κ., ἐπὶ τῆς κλίνης νοσοῦντος, Εὐρ. Ἱππ. 132· κοίταν δ’ ἔχει νέρθεν, ἐπὶ νεκροῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1707· κ. σκληρὰ Πλάτ. Νόμ. 942D· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἔννυχοι κ. Πινδ. Π. 11. 40· νυμφίδιαι κ. Εὐρ. Ἄλκ. 249· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐν μεσημβριναῖς κοίταις... εὕδοι πεσὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 566. 2) φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, καλιὰ ὀρνέου, κτλ., Εὐρ. Ἴων 155· κ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ τῆς ἀράχνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 4. ΙΙ. τῆς κοίτης ὥρη, ὥρα τοῦ ὕπνου, Ἡρόδ. 1. 10., 5. 20· ἡμέας ἐδέξατο καὶ τραπέζῃ καὶ κοίτῃ, μᾶς ἐδέχθη καὶ μᾶς περιποιήθη καὶ μὲ τροφὴν καὶ κλίνην ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν σκηνὴν εἰς κ. διέλυον, ὅπως κατακλιθῶσι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 1· κεῖσθαι κοίταν, ἐν τῇ κλίνῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1494. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., κοίτην διδόναι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως ἢ σχέσεως, Ἀριθμ Ε΄, 20, πρβλ. Λευ. ΙΗ΄, 20· οὕτω, κ. ἔχειν ἐκ…, ἐν γαστρὶ ἔχειν ἔκ τινος, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 10· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀκολασία, ἀσέλγεια, ὁ αὐτ. ιγ΄, 13. IV. κίστη, κιβώτιον, κάνιστρον, Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 5, Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 12, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3. 2· αἱ μυστικαὶ κ. Πλουτ. Φωκ. 28. πρβλ. κοιτίς.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
A. couche :
I. au propre ; particul. lit nuptial;
II. p. anal.
1 lit de la mer;
2 corbeille;
B. action de se coucher ; action d’aller dormir.
Étymologie: R. Κι ; cf. κεῖμαι.
English (Autenrieth)
English (Strong)
from κεῖμαι; a couch; by extension, cohabitation; by implication, the male sperm: bed, chambering, X conceive.