νωθρός
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ά, όν,
A = νωθής, Hp.VM10, Prorrh.1.102,117, etc. ; ν. σφυγμοί Id.Coac.136, Aret.SA2.9 ; καταφορὴ ν. falling into a heavy sleep, Hp.Epid.3.6, cf. Nic.Th.165 ; ν. κινήσεις Arist.PA696b6 ; ν. σύνεσις Demetr.Lac.Herc.1014.58 ; τῇ κινήσει ν. Arist.HA622b32 ; ν. ὁδίτης Call.Fr.275 ; νωθρότερος τὴν ἀκοήν Hld.5.1. Adv. -θρῶς Archyt. I ; leisurely, gradually, Hp.Aph.2.7 : neut. as Adv., ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα AP5.54 (Diosc.). 2 of the mind, ν. καὶ λήθης γέμοντες Pl. Tht.144b, cf. Amips.16 (Comp.) ; στόματα Anaxipp.1.44 (Comp.) ; ν. καὶ μωροί Arist.Pr.954a31 ; ἡσύχιος καὶ ν. Plb.31.23.11 ; νωθραῖς ἐλπίσιν Babr.16.7. Adv. ἀγεννῶς καὶ νωθρῶς Plb.3.90.6. II Act., making sluggish, νότοι Hp.Aph.3.5, cf. S.E.M.6.48.
Greek (Liddell-Scott)
νωθρός: -ά, -όν, = νωθής, δυσκίνητος, ὀκνηρός, χαῦνος, χαλαρός, Ἱππ. 75Η, 77D, κτλ.· ν. σφυγμὸς 137D· ν. καταφορά, βαρὺς ἢ βαθὺς ὕπνος, 1085G· νωθρότερος τὴν ἀκοὴν Ἡλιόδ. 5. 1. ― Ἐπίρρ. -θρῶς, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πολύβ. 3. 90, 6· ἀνέτως, μεθ’ ἡσυχίας, Ἱππ. Ἀφ. 1244· ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα, νωθρῶς, ἡδυπαθῶς, Ἀνθ. Π. 5. 55. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ν. πρὸς τὰς μαθήσεις Πλάτ. Θεαίτ. 144Β, νωθρότερον Ἀμειψίας ἐν «Σαπφοῖ» 1· νωθραῖς ἐλπίσιν Βαβρ. 16. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ποιῶν τινα νωθρόν, χαῦνον, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. πρ. Μ. 6. 48. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νωθρόν, νωχελές, ἀσθενές».
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
lent, nonchalant, paresseux.
Étymologie: νωθής.
English (Strong)
from a derivative of νόθος; sluggish, i.e. (literally) lazy, or (figuratively) stupid: dull, slothful.
English (Thayer)
νωθρα, νωθρον (equivalent to νωθής, from νή (cf. νήπιος) and ὠθέω (to push; others, ὄθομαι to care about (cf. Vanicek, p. 879)), cf. νώδυνος, νώνυμος, from νή and ὀδύνη, ὄνομα), slow, sluggish, indolent, dull, lanuguid: Winer s Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21), ταῖς ἀκοαῖς, of one who apprehends with difficulty, νωθρός καί παρειμένος ἐν τοῖς ἔργοις, νωθρός καί παρειμένος ἐργάτης, Clement of Rome, 1 Corinthians 34,1 [ET]. (Plato, Aristotle, Polybius, Dionysius Halicarnassus, Anthol., others) (Synonym: see ἀργός, at the end.)