Σάμος

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σάμος Medium diacritics: Σάμος Low diacritics: Σάμος Capitals: ΣΑΜΟΣ
Transliteration A: Sámos Transliteration B: Samos Transliteration C: Samos Beta Code: *sa/mos

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, Samos, the name of several Greek islands:
1 old name for Κεφαλληνία (q.v.), Il.2.634, Od.4.671; also called Σάμη, 1.246, h.Ap.429; though this, acc. to others, is a town on the island: hence Adj. Σαμαῖος, α, ον, Str.10.2.13.
2 Σάμος Θρηϊκίη, v. Σαμοθρᾴκη.
3 Samos, the large island over against Ephesus, first in h.Ap.41: hence Adj. Σάμιος, α, ον, Hdt.1.70, etc.; ἡ Σαμία (sc. γῆ) ibid., Thphr. De Lapidibus 62; also Σ. ἀστήρ, clay with medicinal properties, Gal.12.178:—Σαμιακός, ή, όν, Cratin.13. (Acc. to Str.8.3.19, 10.2.17, σάμος was an old word signifying a height.)

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Samos :
1 Samos;
2 la même que Σαμοθρᾴκη;
3 anc. n. de Κεφαλληνία.
Étymologie: σάμος.

Russian (Dvoretsky)

Σάμος: ἡ (дор. gen. Σάμω) Самос
1 тж. Σ. Θρηϊκίη, Hom. = Σαμοθρᾴκη;
2 остров у Ионического побережья М. Азии HH, Her. etc.;
3 Hom. = Σάμη.

Greek (Liddell-Scott)

Σάμος: [ᾰ], ἡ, ὄνομα πολλῶν Ἑλληνίδων νήσων: 1) ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Κεφαλληνίας (ὃ ἴδε), Ἰλ. Β. 634, Ὀδ. Δ. 671, Ο. 29· καλεῖται δὲ καὶ Σάμη, Α. 246, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 429· ἂν καὶ αὕτη κατ’ ἄλλους ἦτο πόλις τις ἐπὶ τῆς νήσου· - ἐντεῦθεν Σαμαῖος, α, ον, Στράβ. 455. 2) Σάμος Θρηικίη, ἴδε Σαμοθρᾴκη. 3) ἡ Σάμοςμεγάλη νῆσοςἀπέναντι τῆς Ἐφέσου, πρῶτον ἐν τῷ Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 41· - ἐντεῦθεν ἐπίθετ. Σάμιος, α, ον, Ἡρόδ. 1. 70, κτλ.· ἡ Σαμία (δηλ. γῆ), αὐτόθι, Θεοφρ. π. Λίθ. 62· ὡσαύτως, Σ. ἀστήρ, ἄργιλος ἔχουσα ἰδιότητας ἰαματικάς, Γαλην.· - Σαμιακός, ή, όν, Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 11. (Κατὰ τὸν Στράβ. 346, 457, σάμος ἦτο ἀρχαία λέξις σημαίνουσα ὕψος μάλιστα παρὰ τὴν ἀκτήν).

English (Autenrieth)

(1)=Σάμη, Il. 2.634.—(2) Θρηικίη, Samothrace, an island off the coast of Thrace, Il. 13.12.

English (Strong)

of uncertain affinity; Samus, an island of the Mediterranean: Samos.

English (Thayer)

(probably 'height'; cf. Pape, Eigennamen)), Σαμου, ἡ, Samos, an island in that part of the Aegean which is called the Icarian Sea, opposite Ionia and not far from Ephesus; it was the birthplace of Pythagoras; (now Greek Samo, Turkish Susam Adassi): Acts 20:15.

Greek Monotonic

Σάμος: [ᾰ], ἡ, Σάμος, όνομα διαφόρων ελληνικών νησιών·
1. αρχαία ονομασία για την Κεφαλληνία, την Κεφαλλονιά, σε Όμηρ.
2. Σάμος Θρηϊκίη, = Σαμοθρᾴκη, σε Ομήρ. Ιλ.
3. Σάμος, μεγάλο νησί αντίκρυ στην Έφεσο, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· απ' όπου το επίθ. Σάμιος, , -ον, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Σᾰ́μος, ἡ,
Samos, the name of several Greek islands:
1. an old name for Κεφαλληνία, Hom.
2. Σάμος Θρηικίη, = Σαμοθρᾴκη, Il.
3. Samos, the large island over against Ephesus, Hhymn., etc.: hence adj. Σάμιος, η, ον, Hdt.

Chinese

原文音譯:S£moj 沙摩士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:撒摩
字義溯源:撒摩;在愛琴海東南的一島,保羅曾路經那地,去耶路撒冷。字義:高地
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 撒摩(1) 徒20:15