κακοποιέω
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
A do ill, play the knave, A.Fr.111, Ar.Pax731; manage one's affairs ill, X.Oec.3.11.
II trans., do mischief to, injure, πολλὰ μὲν τὴν βασιλέως Χώραν κ. Id.Mem.3.5.26, cf. Plb.4.6.10; τὰς νῆας Id.13.4.1:—Pass., Id.27.7.6.
German (Pape)
[Seite 1302] Schlechtes thun, schlecht handeln; Aeschyl. bei B. A. 102, 14; Ar. Pax 731; Xen. Oec. 3, 11; ὅτι πλεῖστα Cyr. 8, 8, 14; – τινά, feindselig behandeln, Schaden zufügen, Xen. An. 2, 5, 4; τὴν χώραν, verheeren, Mem. 3, 5, 26; καὶ λυμαίνεσθαι Pol. 4, 6, 10; καὶ διαφθεῖραι τὰς νῆας 13, 4, 1.
French (Bailly abrégé)
κακοποιῶ :
1 mal agir, agir en malhonnête homme;
2 mal gérer ses affaires;
3 faire du mal, nuire à, acc. ; χώραν XÉN commettre des dégâts ou des rapines dans un pays.
Étymologie: κακός, ποιέω.
English (Strong)
from κακοποιός; to be a bad-doer, i.e. (objectively) to injure, or (genitive) to sin: do(ing) evil.
English (Thayer)
κακοποιῶ; 1st aorist infinitive κακοποιῆσαι; (κακοποιός);
1. to do harm: to do evil, do wrong: Aeschylus, Aristophanes), Xenophon, Polybius, Antoninus, Plutarch; the Sept..)
Greek Monotonic
κᾰκοποιέω: μέλ. -ήσω,
I. κάνω κάτι κακό, παριστάνω τον απατεώνα, σε Αριστοφ.· διευθύνω, χειρίζομαι άσχημα τις υποθέσεις μου, σε Ξεν.
II. μτβ., βλάπτω, καταστρέφω, στον ίδ.
Greek Monolingual
(AM κακοποιῶ, κακοποιέω) κακοποιός
(μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῖστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῖν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω
2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» — ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια
νεοελλ.-μσν.
προκαλώ σωματική βλάβη, κακομεταχειρίζομαι
αρχ.
1. διευθύνω κακώς τις υποθέσεις κάποιου («τῆς δὲ γυναικός, εἰ μὲν διδασκομένη ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς τἀγαθὰ κακοποιεῖ», Ξεν.)
2. καταστρέφω («κακοποιεῖν τὰς νῆας», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοποιέω:
1 плохо поступать, творить зло (ὅτι πλεῖστα Xen.);
2 причинять зло, наносить вред, обижать (τινα Xen., Plut.);
3 заниматься темными делами, воровать (κυπτάζειν καὶ κ. Arph.);
4 разорять, опустошать (τὴν χώραν Xen.);
5 портить, уничтожать (τὰς νῆας Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοποιέω [κακός, ποιέω] slecht handelen:; κρεῖττον ἀγαθοποιοῦντας... πάσχειν ἢ κακοποιοῦντας (het is) beter te lijden omdat men goeddoet dan omdat men kwaad doet NT 1 Pet. 3.17; schaden:. πολλὰ τὴν... χώραν... κ. veel schade toebrengen aan het land Xen. Mem. 3.5.26.
Middle Liddell
κᾰκοποιέω, fut. -ήσω
I. to do ill, play the knave, Ar.: to manage one's affairs ill, Xen.
II. trans. to do mischief to, maltreat, Xen. [from κακοποιός
Chinese
原文音譯:kakopoišw 卡可-拍誒哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:邪惡-行 相當於: (מֵרֵעַ / רָעַע)
字義溯源:成為作惡者,行惡,傷害,犯罪;源自(κακοποιός)=作惡者);由(κακός)*=卑劣的)與(ποιέω)*=行)組成
出現次數:總共(4);可(1);路(1);彼前(1);約叄(1)
譯字彙編:
1) 行惡(3) 可3:4; 路6:9; 彼前3:17;
2) 行惡的(1) 約叄1:11