καταμένω
English (LSJ)
A fut. -μενῶ Men.Epit.197:—stay, Thgn.1373, Hdt.2.103, 121.δ, etc.; ἐνθάδ' αὐτοῦ κ. Ar.Pl.1187; ἐνταῦθα X.Cyr.1.4.17; κ. ἐν τοῖς δήμοις Lys.31.18; παρά τινι Eub.21; reside, PHal.1.183 (iii B. C.), Act.Ap.1.13; ἐν ἐποικίῳ PFay.24 (ii A. D.), etc.
2 remain fixed, continue in a state, ἐν τοῖς ὑπηρετικοῖς ὅπλοις X.Cyr.2.1.18; ἐπὶ τῶν αὐτῶν Gal.6.328; ἔν τινι Id.2.27; ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι Nymphod.21: abs., τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης X.Cyr.3.1.30.
German (Pape)
[Seite 1363] ff, μένω), verweilen, verbleiben; ἐνθάδ' αὐτοῦ καταμενεῖν Ar. Plut. 1187; Plat. Rep. VII, 519 d; τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. Cyr. 3, 1, 29; Folgende; bei Etwas beharren, ἐπί τινος, ἔν τινι, Sp.
French (Bailly abrégé)
1 rester, demeurer;
2 se maintenir, durer ; rester dans un état, dans une condition.
Étymologie: κατά, μένω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-μένω blijven, achterblijven:. αὐτοῦ ter plekke Plat. Resp. 519d; καταμενέτω ἐν τοῖς ὑπηρετικοῖς ὅπλοις laat hem bij de hulptroepen blijven Xen. Cyr. 2.1.18. verblijven:. οὗ ἦσαν καταμένοντες waar zij verblijf hielden NT Act. Ap. 1.13. blijven bestaan, voortduren:. τῆς εἰωθυίας [ἀρχῆς] καταμενούσης zolang de huidige regering blijft bestaan Xen. Cyr. 3.1.30.
Russian (Dvoretsky)
καταμένω: оставаться (περὶ Φᾶσιν ποταμόν Her.; ἐν τοῖς δήμοις Lys.; ἐν τοῖς ὑπηρετικοῖς ὅπλοις Xen.): τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. если останется прежняя власть; οὖ ἦσαν καταμένοντες NT (там), где (они) проживали.
English (Strong)
from κατά and μένω; to stay fully, i.e. reside: abide.
English (Thayer)
to remain permanently, to abide: Aristophanes, Xenophon, Philo de gigant. § 5.)
Greek Monolingual
καταμένω (Α)
1. παραμένω, διαμένω
2. παραμένω σταθερά σε μια κατάσταση.
Greek Monotonic
καταμένω: μέλ. -μενῶ, αόρ. αʹ κατ-έμεινα·
1. μένω διαρκώς σ' έναν τόπο, διαμένω, σε Ηρόδ., Αττ.
2. μένω στέρεος, σταθερός, βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
καταμένω: διαρκῶς μένω ἔν τινι τόπῳ, ἀντίθ. τῷ ἀπέρχομαι, οἱ ἀπόγονοι τῶν καταμεινάντων Ξεν. Κύρ. 8. 4, 28, Θέογν. 1373, Ἡρόδ. 2. 103, 121, 4, κλ· ἐνθάδ’ αὐτοῦ κ. Ἀριστοφ. Πλ. 1187· ἐνταῦθα Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17· κ. ἐν τοῖς δήμοις Λυσ. 188. 25· παρά τινι Εὔβουλος ἐν «Δαιδ.» 1. 2) διαμένω στερεός, διαμένω ἔν τινι καταστάσει, ἐν ὑπηρετικοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 2. 1, 18· ἐπὶ τῶν αὐτῶν Γαλην. 6. 328, 13· ἀσμένως ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι καταμένουσι= προσκαρτεροῦσι, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337· ἀπολ., τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30, «μενούσης ἀμεταβλήτου, μονίμου καθισταμένης· καμμένειν οἱ Λάκωνες ἀντὶ τοῦ καταμένειν» Ἡσύχ.
Middle Liddell
fut. -μενῶ aor1 κατ-έμεινα
1. to stay behind, stay, Hdt., Attic
2. to remain fixed, continue in a certain state, Xen.
Chinese
原文音譯:katamšnw 卡他-姆挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-停留
字義溯源:完全停住,住,居住,停留,生活;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(μένω)*=住)組成。參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 所住的(1) 徒1:13