παρεισδύω
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
v. παρεισδύνω.
German (Pape)
[Seite 512] (s. δύω), gew. im med. u. intrans. tempp., nebenbei hineingehen, heimlich sich einschleichen, Hippocr., Plut. Agis 3 u. a. Sp., μορίων ἀπὸ τῆς Λακωνικῆς διαλέκτου παρεισδεδυκότων, Apollon. synt. 314, 16.
French (Bailly abrégé)
rar. à l'Act., v. παρεισδύομαι.
Étymologie: παρά, εἰσδύω.
English (Thayer)
or παρεισδύνω: 1st aorist παρεισεδυσα (according to classical usage trans., cf. δύνω; (see below)); to enter secretly, slip in stealthily; to steal in; (A. V. creep in unawares): WH παρεισεδυησαν, 3rd person plural 2nd aorist passive (with middle or intransitive force); see their Appendix, p. 170, and cf. Buttmann, 56 (49); Veitch, under the word δύω, at the end); cf. the expressions παρεισδυσιν πλάνης ποιεῖν, the Epistle of Barnabas 2,10 [ET]; ἔχειν, ibid. 4,9 [ET]. (Hippocrates, Herodian, 1,6, 2; 7,9, 18 (8 edition, Bekker; Philo de spec. legg. § 15); Plutarch, Galen, others.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ και παρεισδύνω ΜΑ
εισέρχομαι χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με επιτηδειότητα και δόλο ή κατά λάθος
αρχ.
1. εισδύω και βαθμηδόν εξαπλώνομαι («παρεισέδυ εἰς τὴν πόλιν ἀργύρου καὶ χρυσοῦ ζῆλος», Πλούτ.)
2. εισέρχομαι στο βάθος τών νοημάτων, κατανοώ («τὰς γνώμας παρεισδύνειν»).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εισδύω en παρ-εισδύνω, med. met stamaor. παρεισέδυν, binnendringen:. παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι er hebben zich ongemerkt een aantal personen onder u gemengd NT Iud. 4; παρεισέδυ... εἰς τὴν πόλιν ἀργύρου καὶ χρυσοῦ ζῆλος zucht naar zilver en goud was de stad binnengedrongen Plut. Agis et Cl. 3.1.
Chinese
原文音譯:pareisdÚw 爬而-誒士-低哦
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在旁-進入-滑脫
字義溯源:側旁遷入,暗中進來,意外滑進來,偷著進來,潛行進來;由(παρά)*=旁,出於)與(εἰς)*=到,進入)及(δύνω)=落下)組成;而 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 偷著進來(1) 猶1:4