περικρύπτω
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
late impf. -έκρυβον Ev.Luc.1.24: —conceal entirely, Luc.DMort.10.8, Eun.Hist.p.248 D., etc.:—Med., conceal oneself from, τινα D.L.6.61.
German (Pape)
[Seite 581] (s. κρύπτω), rings herum bedecken, verbergen; Luc. D. Mort. 10, 8; περιέκρυβεν Ev. Luc. 1, 24.
French (Bailly abrégé)
cacher tout autour ou avec soin.
Étymologie: περί, κρύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κρύπτω, later περικρύβω (geheel) verbergen.
Russian (Dvoretsky)
περικρύπτω: старательно скрывать (τι Luc.): περικρύπτεσθαί τινα Diog. L. тщательно скрываться от кого-л.
English (Strong)
from περί and κρύπτω; to conceal all around, i.e. entirely: hide.
English (Thayer)
2nd aorist περιέκρυβον (on this fore cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., p. 400f; ii., p. 226; (WH s Appendix, p. 170; others make it (in Luke as below) a late imperfect; cf. Buttmann, 40 (35); Sophocles' Lexicon, under the word κρυβῶ; Veitch, under the word κρύπτω)); to conceal on all sides or entirely, to hide: ἑαυτόν, to keep oneself at home, Lucian, (Diogenes Laërtius, others.)
Greek Monolingual
και περικρύβω, Α
1. κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, εντελώς
2. μέσ. περικρύπτομαι
κρύβομαι από κάποιον.
Greek Monotonic
περικρύπτω: μέλ. -ψω, αόρ. βʹ -έκρῠβον· κρύβω εντελώς, σε Λουκ., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
περικρύπτω: κρύπτω ἐντελῶς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8, κτλ.· μεταγεν. τύπος περικρύβω, ἴδε τὴν λέξιν: - Μέσ., ἀποκρύπτω ἐμαυτὸν ἀπὸ .., τινὰ Διογ. Λ. 6.61.