πορνεύω

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνεύω Medium diacritics: πορνεύω Low diacritics: πορνεύω Capitals: ΠΟΡΝΕΥΩ
Transliteration A: porneúō Transliteration B: porneuō Transliteration C: porneyo Beta Code: porneu/w

English (LSJ)

A prostitute, mostly in Pass., of a woman, prostitute oneself, be a prostitute or become a prostitute, Hdt.1.93, Eup.67, Lys.Fr.59; of a man, Aeschin.1.52, 119, D.19.233.
II intr. in Act., = Pass., LXX De.23.17(18),Luc.Alex.5, Phalar.Ep.121, Harp.s.v.πὠλῶσι; fornicate, 1 Ep.Cor.6.18.
2 metaph., practise idolatry, LXX 1 Ch.5.25, al.

German (Pape)

[Seite 684] zum Hurer od. zur Hure machen, verführen, Sp.; – gew. im med., huren, Unzucht treiben, sich zur Unzucht brauchen lassen; Her. 1, 93; Dem. 19, 233 u. oft; πεπορνευμένη, 59, 107; Aesch. 1, 94 πεπόρνευται, wo vulg. πεπόρνευκε steht, u. oft; Sp., wie Luc. Alex. 5, brauchen auch das act. in dieser Bdtg.

French (Bailly abrégé)

vivre dans la prostitution, faire métier de prostituée ou de prostitué.
Étymologie: πόρνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορνεύω [πόρνη] med.-pass. zich prostitueren; van vrouwen; Hdt. 1.93.4; van mannen; Dem. 19.233; later ook act. ontucht plegen; NT 1 Cor. 6.18; overdr. afgoden dienen. NT Apoc. 17.2.

Russian (Dvoretsky)

πορνεύω: тж. med. заниматься проституцией, вести развратную жизнь Her., Aeschin., Dem., Luc., NT.

English (Strong)

from πόρνη; to act the harlot, i.e. (literally) indulge unlawful lust (of either sex), or (figuratively) practise idolatry: commit (fornication).

English (Thayer)

1st aorist ἐπόρνευσα; (πόρνος, πόρνη which see); the Sept. for זָנָה; in Greek writings (Herodotus), Demosthenes, Aeschines, Dio Cassius, Lucian, others)
1. to prostitute one's body to the lust of another. In the Scriptures
2. to give oneself to unlawful sexual intercourse; to commit fornication (Vulg. fornicor): WH (rejected) marginal reading).
3. by a Hebraism (see πορνεία, b.) metaphorically, to be given to idolatry, to worship idols: μετά τίνος, to permit oneself to be drawn away by another into idolatry, Revelation 18.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πόρνη
1. παρέχω το σώμα μου για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής («μειράκιον μὲν οὖν πάνυ ὡραῖον... ἀνέδην ἐπόρνευε καὶ συνῆν ἐπὶ μισθῷ τοῖς βουλομένοις», Λουκιαν.)
2. μέσ. πορνεύομαι
είμαι ή γίνομαι πόρνη
νεοελλ.
κάνω μια γυναίκα πόρνη, εκπορνεύω, διαφθείρω
αρχ.
1. (για άνδρα) συνευρίσκομαι με πόρνη
2. συναναστρέφομαι με ειδωλολάτρες
3. μέσ. επιδίδομαι σε παρά φύση ερωτική επαφή.

Greek Monotonic

πορνεύω:I. παρέχω τον εαυτό μου, εκδίδομαι — Παθ., λέγεται για γυναίκα, είμαι ή γίνομαι πόρνη, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ. ΙI. αμτβ. στην Ενεργ., = Παθ., σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πορνεύω: ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ ἐπὶ γυναικός, «πωλῶσι..., Δίδυμός φησι ἀντὶ τοῦ πορνεύωσι· πωλεῖν γὰρ τὸ παρέχειν ἑαυτὴν τοῖς βουλομένοις» Ἁρποκρ. ἐν λ. πωλῶσι· ― Παθ., ἐπὶ γυναικός, γίνομαι πόρνη ἢ εἶμαι πόρνη, παρέχω ἐμαυτὴν τοῖς βολομένοις, Ἡρόδ. 1. 93. Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 22, Λυσ. Ἀποσπ. 36, Δημ., κλπ.· ἐν Αἰσχίν. 8. 8, 16, ἀντίθετον τῷ ἑταιρεῖν· ἐπὶ ἀνδρός, πεπορνευμένος ὁ αὐτ. 22. 12. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ Παθ., Λουκ. Ἀλέξ. 5, Φαλάρ. Ἐπ. 8. ΙΙΙ. συναγελάζομαι μετὰ εἰδωλολατρῶν, πράττω τὰ τῶν εἰδωλολατρῶν, Ἑβδ. (Παρ. α΄, Ε΄, 25, Ψαλμ. ΟΒ΄, 27, κλπ.). ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ε΄, σ. 113 κἑξ., 120-1, 124 κἑξ.

Middle Liddell

πορνεύω,
I. to prostitute:—Pass., of a woman, to be or become a prostitute, Hdt., Dem., etc.
II. intr. in Act., = Pass., Luc. [from πόρνη

Chinese

原文音譯:porneÚw 坡而扭哦
詞類次數:動詞(8)
原文字根:賣淫
字義溯源:行淫,淫亂,姦淫,行姦淫;源自(πόρνη)=娼妓); (πόρνη)出自(πόρνος)=男娼,淫亂),而 (πόρνος)出自(περίψημα)X*=出賣)
同源字:1) (ἐκπορνεύω)一味的行淫 2) (πορνεία)賣淫的行為 3) (πορνεύω)行淫 4) (πόρνη)娼妓 5) (πόρνος)男娼比較: (μοιχεύω)=犯姦淫
出現次數:總共(8);林前(3);啓(5)
譯字彙編
1) 行淫(3) 啓17:2; 啓18:3; 啓18:9;
2) 行姦淫(2) 啓2:14; 啓2:20;
3) 我們⋯行姦淫(1) 林前10:8;
4) 所行的姦淫(1) 林前10:8;
5) 行淫的(1) 林前6:18

Translations

(make one a) prostitute

Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: prostituieren; Greek: βγάζω στην πιάτσα, βγάζω στο κλαρί, βγάζω στο κουρμπέτι, βγάζω στο πεζοδρόμιο, εκδίδω, εκπορνεύω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω, πορνεύω, προαγωγεύω; Latin: prostituo; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: prostituir; Romanian: prostitua; Spanish: prostituir; Swahili: ukahaba