πόρνος
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
ὁ,
A catamite, Ar.Pl.155, X.Mem.1.6.13, D.22.73, Alex.242, etc.
2 sodomite, D.Ep.4.11, Phalar.Ep.4.
3 in LXX and NT, fornicator, LXX Si.23.16, 1 Ep.Cor.5.9, al.
II idolater, Suid.
German (Pape)
[Seite 684] ὁ, Hurer; Ar. Plut. 155; sowohl der mit Andern Unzucht treibt, als auch nach Xen. Mem. 1, 6, 13 τὴν ὥραν ἐὰν μέν τις ἀργυρίου πωλῇ τῷ βουλομένῳ, πόρνον αὐτὸν ἀποκαλοῦσιν; Sp. – (Wahrscheinlich mit περνάω zusammenhangend, nur das Käufliche bedeutend).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se prostitue, débauché.
Étymologie: πέρνημι ; cf. πόρνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρνος -ου, ὁ [~ πόρνη] schandknaap, jongenshoer. hoerenloper. πόρνους... καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ θεός over hoerenlopers en echtbrekers zal God oordelen NT Hebr. 13.4.
Russian (Dvoretsky)
πόρνος: ὁ развратник, блудник Arph., Xen., NT.
English (Strong)
from pernemi (to sell; akin to the base of πιπράσκω); a (male) prostitute (as venal), i.e. (by analogy) a debauchee (libertine): fornicator, whoremonger.
English (Thayer)
πορνου, ὁ (for the etym. see πόρνη), a man who prostitutes his body to another's lust for hire, a male prostitute, (Aristophanes), Xenophon, Demosthenes, Aeschines, Lucian); universally, a man who indulges in unlawful sexual intercourse, a fornicator (Vulg. fornicator, fornicarius (impudicus)): Sirach 23:16f.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. άνδρας που προσφέρει το σώμα του για σαρκική απόλαυση έναντι χρηματικής αμοιβής, κίναιδος, πούστης
2. ακόλαστος, ασελγής, ανήθικος, διεφθαρμένος
αρχ.
1. ο ενεργητικώς ομοφυλόφιλος
2. ειδωλολάτρης
νεοελλ.
3. (για γυναίκα, με επιτατ. σημ.) μεγάλη πουτάνα, πούτανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη, με αλλαγή γένους].
Greek (Liddell-Scott)
πόρνος: ὁ, (ἴδε πόρνη) Λατ. catamitus, scortum masc., Ἀριστοφ. Πλ. 155, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 13, Δημ., κτλ.· ― ὡσαύτως = τῷ Λατ. paedico, ὁ αὐτ. 1489. 3. ΙΙ. καθόλου, ἄθλιος, ἐλεεινὸς ἄνθρωπος, φαῦλος, Φάλαρ.· εἰδωλολάτρης, Σουΐδ. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ε΄, σ. 116 κἑξ.
Chinese
原文音譯:pÒrnoj 坡而挪士
詞類次數:名詞(10)
原文字根:賣淫(者)
字義溯源:男娼,淫亂,行淫亂,行淫的,通姦,淫亂的人;源自(περίψημα)X*=出賣);類似(πιπράσκω)=商業)
出現次數:總共(10);林前(4);弗(1);提前(1);來(2);啓(2)
譯字彙編:
1) 淫亂的(4) 林前6:9; 弗5:5; 啓21:8; 啓22:15;
2) 行淫亂的(2) 林前5:10; 林前5:11;
3) 淫亂(2) 來12:16; 來13:4;
4) 淫亂的人(1) 林前5:9;
5) 行淫的(1) 提前1:10
Translations
catamite
Chinese Mandarin: 孌童/娈童; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Finnish: katamiitti; French: catamite; German: Lustknabe; Ancient Greek: ἀνδρόγυνος, ἀνδρόπορνος, ἐρώμενος, κίναιδος, λάσταυρος, λωγάλιος, μαλακός, μάχλης, μάχλος, πόρνος, σφίγκτης; Hebrew: קָדֵשׁ; Hindi: विदूषक; Japanese: 陰間, 稚児; Latin: catamitus, pathicus, delicium, glaber; Mongolian: ᠠᠷᠤᠤᠬᠠᠨ; ᠬᠥᠪᠡᠭᠦᠨ, аруухан хөвгүүн; Ottoman Turkish: ككز, حیز, ابنه; Pashto: چسکه; Persian: بچهقشنگ, بچهخوشگل; Portuguese: catamita; Russian: катамит; Sanskrit: विदूषक; Spanish: catamito; Turkish: oğlan; Uyghur: ھەزىلەك