συνέκδημος
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
ὁ,
A fellow-traveller, Act.Ap.19.29, J.Vit. 14, Plu.Oth.5, Palaeph.45; = Lat. comes, συνέγδημος Μεσσάλλα τοῦ ἀνθυπάτου OGI494.13 (Milet., ii A.D.): Dor. nom. pl. συνέγδᾱμοι, of private persons accompanying a public mission, IG12(8).186.9 (Samothrace, i B.C.).
2 συνέκδημα συντάγματα portable handbooks, vade mecums, Paul.Aeg.Prooemia ; σ. κολλούριον Aët.7.103.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich außer Landes gehend; Plut. Otho 5; de virt. et vit. M. (p. 313); N.T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyage à l'étranger avec, compagnon de voyage.
Étymologie: σύν, ἐκδημέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-έκδημος -ου, ὁ reisgenoot.
Russian (Dvoretsky)
συνέκδημος: ὁ и ἡ сопутствующий в (заграничной) поездке, спутник, попутчик Plut.: χειροτονηθεὶς σ. τινος NT избранный в чьи-л. спутники.
Greek (Liddell-Scott)
συνέκδημος: ὁ, ὁ συνεκδημῶν, ὁ ὁμοῦ ἐκδημῶν, συνταξιδιώτης, Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 29, Πλουτ. Ὄθων 5, κτλ.
English (Strong)
from σύν and the base of ἐκδημέω; a co-absentee from home, i.e. fellow-traveller: companion in travel, travel with.
English (Thayer)
συνεκδημου, ὁ, ἡ (σύν, and ἔκδημος away from one's people), a fellow-traveller, companion in travel: Diodorus from book 37,5,1,4ed. Dindorf); Josephus, Vita14; Plutarch, Oth. 5; Palaeph. fab. 46,4.)
Greek Monolingual
ο, / συνέκδημος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πληθ. συνέγδαμοι, οἱ, Α
(το αρσ. ως κύριο όν.) Συνέκδημος
σπουδαίο έργο πολιτικής και διοικητικής γεωγραφίας της πρώιμης βυζαντινής περιόδου το οποίο υπήρξε βασική πηγή για όλα τα μεταγενέστερα σχετικά έργα
νεοελλ.
λειτουργικό βιβλίο μικρού σχήματος που περιέχει σύντομες προσευχές, ψαλμούς, κ.λπ.
μσν.
1. φορητός
2. καθετί που μεταφέρεται για να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια πορείας («συνέκδημον κολλούριον», Αέτ.)
3. φρ. «συνέκδημα συντάγματα» — εγκόλπια συγγράμματα (Παύλ. Αιγ.)
μσν.-αρχ.
συναπόδημος, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔκδημος «απόδημος»].
Greek Monotonic
συνέκδημος: ὁ, συνταξιδιώτης, ξενιτεμένος μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
συν-έκδημος, ὁ,
a fellow-traveller, NTest.
Chinese
原文音譯:sunškdhmoj 尋-誒克-得摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:共同-出去-公眾(者)
字義溯源:同為離家在外者,旅行同伴,旅伴,同行;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἐκδημέω)=移居)組成,其中 (ἐκδημέω)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(δῆμος)=公眾)組成,而 (δῆμος)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(2);徒(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 旅伴(1) 林後8:19;
2) 同行的(1) 徒19:29
Translations
fellow traveller
Armenian: ուղեկից; Belarusian: спадарожнік, спадарожніца; Bulgarian: спъ́тник, спъ́тничка, спъ́тница; Chinese Mandarin: 同路人; Czech: souputník, souputnice; Danish: medpassager, følgesvend, rejsekammerat; Dutch: medereiziger, reisgenoot; English: fellow traveller, fellow traveler, fellow-traveller, fellow-traveler; Esperanto: kunvojaĝanto; Faroese: ferðafelagi; Finnish: matkakumppani, kanssamatkustaja, matkaseuralainen; French: compagnon de voyage; Georgian: თანამოგზაური, თანამგზავრი; German: Mitreisender, Mitreisende; Greek: συνταξιδιώτης; Ancient Greek: ξυνέμπορος, ξύνοδος, ὁδοιπόρος, ὁμέμπορος, ὁμοκέλευθος, συμπράκτωρ ὁδοῦ, συνέκδημος, συνέμπορος, συνοδοιπόρος, σύνοδος, συνομόπλοος, συνομόπλους, συνόν, συνοῦσα, συνών; Icelandic: samferðamaður, samferðakona, samferðafólk; Irish: comhthaistealaí; Italian: compagno di viaggio; Macedonian: сопатник, сопатничка; Manx: cohroailtagh; Norwegian Bokmål: medpassasjer, reisekamerat, reisefelle; Nynorsk: medpassasjer, reisefelage, reisefelle; Ottoman Turkish: یولداش, رفیق, آیاقداش; Polish: współpasażer, współpasażerka; Russian: спутник, спутница, попутчик, попутчица; Serbo-Croatian: suputnik, suputnica; Slovene: sopotnik, sopotnica; Swedish: reskamrat; Turkish: yoldaş, yol arkadaşı; Ukrainian: супутник, супутниця, попутник