σύσσημον
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
English (LSJ)
τό,
A = σύμβολον, signal, Aen.Tact.4.1, al.; δεδώκει σ. Ev.Marc.14.44; τὸ σ. ἀνέβη LXX Jd.20.40; αἴρειν τὸ σ. Str.6.3.3, D.S.11.22; ἦρε τὸ συγκείμενον πρὸς μάχην σ. Id.20.51.
2 stamp on weights and measures, ἀπὸ συσσήμου πωλεῖν Str.15.1.51.
3 badge, ensign, τὰ τῆς ἀρχῆς σ. insignia, regalia, D.S.1.70; token, means of recognition, Men.Pk.362 (censured by Phryn.393): metaph. of a patronymic, Ps.-Plu.Vit.Hom.24.
4 pledge, pawn, Hedyl. ap.Ath.8.345b.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 signal convenu;
2 estampille ou poinçon public;
3 τὰ σύσσημα insignes (du pouvoir);
4 signe convenu, signe de reconnaissance, gage.
Étymologie: σύσσημος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύσσημον -ου, τό [σύν, σῆμα] afgesproken teken; NT Marc. 14.44; herkenningsteken. Men. Peric. 792.
Russian (Dvoretsky)
σύσσημον: τό
1 условный знак, установленный сигнал (πρὸς μάχην Diod.; σ. δοῦναί τινι NT);
2 знак, залог (σ. τι θεῖναι Anth.).
English (Strong)
neuter of a compound of σύν and the base of σημαίνω; a sign in common, i.e. preconcerted signal: token.
English (Thayer)
(Tdf. συνσημον (cf. σύν, II. at the end)), συσσημου, τό (σύν and σῆμα), a common sign or concerted signal, a sign given according to agreement: Diodorus, Strabo, Plutarch, others; for נֵס, a standard, Phrynichus, edition Lob., p. 418, who remarks that Menander was the first to use it; cf. Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 196.
Greek Monotonic
σύσσημον: τό (σῆμα),
1. προκαθορισμένο, προσυμφωνημένο σημάδι αναγνώρισης ή σύνθημα, σε Καινή Διαθήκη
2. εχέγγυο, ενέχυρο, υποθήκη, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σύσσημον: τό, = σύμβολον, ὡρισμένον τι ἢ συμπεφωνημένον σημεῖον, σύνθημα, ἐδεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω αὐτός ἐστιν Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 44· αἴρειν τὸ σ. Στράβ. 280, Διόδ. 11. 22 ἦρε τὸ συγκείμενον πρὸς μάχην σ. ὁ αὐτ. 20. 51. 2) ἡ σφραγὶς ἡ ἐπὶ τῶν σταθμῶν καὶ τῶν μέτρων, ἀπὸ συσσήμου πωλεῖν Στράβ. 708. 3) σημεῖον, «παράσημον», τὰ σ. τῆς ἀρχῆς, τὰ insignia, regalia, ὁ αὐτ. 1. 70. 4) ἐνέχυρον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 32.
Middle Liddell
σύσ-σημον, ου, τό, σῆμα
1. a fixed sign or signal, NTest.
2. a pledge, Anth.
Chinese
原文音譯:sÚsshmon 需士-些蒙
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-標記 相當於: (מֹועֵד)
字義溯源:共有的標記,表號,暗號;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σημαίνω)=指明)組成,而 (σημαίνω)出自(Σήμ)X*=記號)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 一個暗號(1) 可14:44