ἀναβλέπω
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
A fut. ἀναβλέψω Hdt.2.111, ἀναβλέψομαι E.HF563: aor. ἀνέβλεψα Hdt. l. c., etc.:—look up, Ar.Nu.346; πρὸς τὸ φῶς Pl.R. 515c; εἰς τὸν οὐρανόν Ax.370b: esp. as a mark of confidence, ἀ. ὀρθοῖς ὄμμασιν X.HG7.1.30; ἀ. πρός τινα ἐκ τοῦ ἴσου look him in the face, Cyr.1.4.12.
2 c. acc., look up at, φῶς ἀναβλέψεσθε E. l. c.: c. dat., ἀελίου ἀ. λαμπάσι Ion1467; τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὣς ἀναβλέπει Supp.322 codd.
3 c. acc. cogn., ἀναβλέπω φλόγα = cast up a glance of fire, Id Ion1263.
II recover one's sight, Hdt.2.111, Pl.Phdr. 243b, Ev.Jo.9.11; πάλιν ἀ. Ar.Pl.95,117.
2 open one's eyes, Pl. R.621b, X.Cyr.8.3.29.
III metaph., revive, ᾧ δῶμ' ἀνέβλεφ' E. Ba.1308.
Spanish (DGE)
I 1levantar, alzar la vista πρὸς τὸ φῶς Antipho Soph.B 50, Pl.R.515c, εἰς τὸν οὐρανόν Pl.Ax.370b, Arist.Mete.346a34
•abs. ἀναβλέψας εἶδες νεφέλην Ar.Nu.346
•c. ac. int. levantar, alzar εἰς ὕψος τοὺς ὀφθαλμούς LXX Is.40.26.
2 mirar πρὸς τὸν πάππον ἐκ τοῦ ἴσου X.Cyr.1.4.12, ὀρθοῖς ὄμμασιν X.HG 7.1.30, cf. 1Ep.Clem.10.4, πάλιν ἀναβλέψαι Ar.Pl.95, 117, cf. Plb.15.11.10, Eu.Matt.20.34
•c. ac. int. φοινίαν φλόγα lanzar una mirada de fuego sangriento E.Io 1263, τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὄμμ' ἀναβλέπει a los burlones lanza una mirada espantosa E.Supp.322.
3 abrir los ojos ἀλλ' ἐξαίφνης ἀναβλέψας ἰδεῖν Pl.R.621b.
II recobrar la vista de ciegos, Hdt.2.111, Pl.Phdr.243b, ὀρθὸν ἀνέβλεψε recobró la vista perfectamente, IUrb.Rom.148.4 (II a.C.), cf. Eu.Io.9.11, Philostr.VS 547
•fig. δόμος ... ἀελίου δ' ἀναβλέπει λαμπάσιν la casa ... recobra la vista (e.e. la felicidad) entre los rayos del sol E.Io 1467, cf. Ba.1318, de la vista del espíritu ἐν τίνι ἀνεβλέψατε ...; 2Ep.Clem.9.2.
III part. subst. Ἀναβλέπων, ὁ El que recupera la vista tít. de una comedia de Posidipo, Ath.661f.
German (Pape)
[Seite 181] 1) hinaussehen, εἰς τὸν οὐρανόν Plat. Ax. 370 b; Xen. Cyr. 6, 4, 9; Ar. Nubb. 345; anblicken, hinsehen, πρός τινα, auf Jemanden, Plat. Phaed. 116 d; Xen. Cyr. 1, 4, 12; selten c. dat., Eur. Ion. 1467 Suppl. 322; fut. med., φῶς ἀναβλέψεσθε Herc. Fur. 563, wiedersehen; δράκοντ' ἀναβλέποντα φοινίαν φλόγα, Ion. 1263, der Feuer aus den Augen sprüht. – 2) sein Gesicht wieder erhalten, πάλιν ἀναβλ. Ar. Plut. 95. 117; allein, 126; Her. 2, 111; Plat. Phaedr. 243 b; die Augen wieder aufmachen, nach vorhergegangenem καταμύειν, Xen. Cyr. 8, 3, 29.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναβλέψομαι, ao. ἀνέβλεψα, pf. inus.
I. (ἀνά en haut) lever les yeux;
II. (ἀνά en revenant sur, de nouveau);
1 recouvrer la vue;
2 rouvrir les yeux.
Étymologie: ἀνά, βλέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβλέπω: (fut. ἀναβλέψω и ἀναβλέψομαι)
1 смотреть вверх или вперед, взирать, глядеть (τι и τινί Eur., πρός и εἴς τι Plat.): ἀ. πρός τινα Xen., Plat. глядеть на кого-л.; ἀ. ὀρθοῖς ὄμμασιν Xen. глядеть прямо, перен. не падать духом; ἀ. φλόγα Eur. сверкать глазами;
2 (вновь) открывать глаза: ἀναβλέψας ἐρωτᾷ Xen. открыв глаза, он спрашивает (= спросил);
3 (вновь), обрести зрение, прозреть, Her., Arph., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβλέπω: μέλλ. -βλέψω Ἡρόδ. 2. 111, -βλέψομαι Εὐρ. Ἡρ. Μμαιν. 563: ἀόρ. -έβλεψα Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. Βλέπω πρὸς τὰ ἄνω Ἀριστοφ. Νεφ. 346, Πλάτ. Πολ. 621Β· πρὸς τὸ φῶς αὐτόθι 515C· εἰς τὸν οὐρανὸν ὁ αὐτὸς Ἀξ. 370Β: ἰδίως ὡς σημεῖον ἐμπιστοσύνης, ἀναβλ. ὀρθοῖς ὄμμασιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· ἀναβλ. πρός τινα, βλέπω τινὰ κατὰ πρόσωπον ὡς τὸ ἀντιβλέπω, ὁ αὐτὸς Κύρ. 1. 4. 12. 2) μετ’ αἰτ., βλέπω ἄνω πρός τινα, φῶς ἀναβλέψεσθε Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 563· οὕτω καὶ μ. δοτ., ἀελίου ἀναβλ. λαμπάσι ὁ αὐτ. Ἴων 1467· τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὡς ἀναβλέπει ὁ αὐτ. Ἱκ. 322. 3) μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ἀναβλ. φλόγα, ῥίπτω βλέμμα φλογερόν, Εὐρ. Ἴων 1263, πρβλ. βλέπω. ΙΙ. βλέπω πάλιν, ἀνακτῶμαι τὴν ὅρασιν, Ἡρόδ. 2. 111, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β· πάλιν ἀν. Ἀριστοφ. Πλ. 95. 117.
English (Strong)
from ἀνά and βλέπω; to look up; by implication, to recover sight: look (up), see, receive sight.
English (Thayer)
1st aorist ἀνέβλεψα; (from Herodotus down);
1. to look up: R G L) εἰς τινα, ibid.; εἰς τόν οὐρανόν, Plato, Axioch., p. 370b.; Xenophon, Cyril 8,4, 9).
2. to recover (lost) sight: Herodotus 2,111;) Plato, Phaedrus, p. 234b. παραχρῆμα ἀνέβλεψε Aristophanes Plutarch, 126); used somewhat loosely also of the man blind from birth who was cured by Christ, Pausanias, 4,12, 7 (10) συνέβη τόν Ὀφιονέα ... τόν ἐκ γενετῆς τυφλόν αναβλέψαι). Cf. Winer s De verb. comp. etc. Part iii., p. 7f.
Greek Monolingual
(Α ἀναβλέπω)
1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω,
2. ανακτώ την όραση μου
αρχ.
ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βλέπω.
ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις].
Greek Monotonic
ἀναβλέπω: μέλ. -βλέψω ή -βλέψομαι· αόρ. αʹ -έβλεψα·
I. 1. κοιτώ ερευνητικά, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀν. πρός τινα, τον κοιτώ στο πρόσωπο, σε Ξεν.
2. βλέπω προς τα πάνω, με αιτ., σε Ευρ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.
3. με σύστ. αντ., ἀν. φλόγα, ρίχνω φλογερό βλέμμα, στον ίδ.
II. ανακτώ την όρασή μου, σε Ηρόδ., Πλάτ.· πάλιν ἀν., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
I. to look up, Ar., Plat., etc.; ἀν. πρός τινα to look him in the face, Xen.
2. to look up at, c. acc., Eur.; also c. dat., Eur.
3. c. acc. cogn., ἀν. φλόγα to cast up a glance of fire, Eur.
II. to recover one's sight, Hdt., Plat.; πάλιν ἀν. Ar.
Chinese
原文音譯:¢nablšpw 安那-不累坡
詞類次數:動詞(26)
原文字根:向上-投 觀看 相當於: (נָשָׂא)
字義溯源:望,向上看,能看見,看見,抬頭一看,定睛一看,往上看,抬頭觀看;由(ἀνά)*=上)與(βλέπω)*=看見)組成。這字全用在四福音和行傳中,記載瞎眼的得著醫治,能看見(ἀναβλέπω))
出現次數:總共(25);太(3);可(6);路(7);約(4);徒(5)
譯字彙編:
1) 望(4) 太14:19; 可6:41; 可7:34; 路9:16;
2) 得看見的(2) 約9:15; 約9:18;
3) 看見(2) 太11:5; 路7:22;
4) 他⋯看見了(2) 可10:52; 路18:43;
5) 你要看見(1) 徒22:13;
6) 能看見(1) 徒9:18;
7) 他們⋯看見(1) 太20:34;
8) 我⋯能看見(1) 可10:51;
9) 他⋯抬頭一看(1) 可8:24;
10) 你能看見(1) 徒9:17;
11) 就看(1) 徒22:13;
12) 得以看見者(1) 約9:18;
13) 我能看見(1) 路18:41;
14) 她們往上看時(1) 可16:4;
15) 你可以看見(1) 路18:42;
16) 抬頭一看(1) 路19:5;
17) 就看見了(1) 約9:11;
18) 他抬頭觀看(1) 路21:1;
19) 他能看見(1) 徒9:12