ἔννομος

English (LSJ)

ἔννομον,
A ordained by law, lawful, legal, Pi.O.7.84; [χθονὸς αἶσα] Id.P.9.57; δίκα A.Supp.384 (lyr.), cf. E.Ph.1651, etc.; ἔννομα πείσονται they will suffer lawful punishment, Th.3.67; ἔννομος ὁμολογία, πολιτεία, Pl.Lg.921c, Aeschin.1.5; σὺμ ψάφοις ταῖς ἐννόμοις Supp.Epigr.2.277 (Delph., ii B. C.); ἐκκλησία IG9(1).3 (Locr.), Act.Ap.19.39; ἡλικία, χρόνοι, POxy.247.12 (i A.D.), Michel468.29 (ii B. C.). Adv. ἐννόμως, ζημιοῦσθαι, διοικεῖσθαι, Lys.9.12, 30.35, cf. D.C.56.7: Comp. ἐννομώτερον POxy.1204.24 (iii A. D.).
2 of persons, keeping within the law, upright, just, A.Supp.404 (lyr.), Pl.R. 424e; also, subject to the law, μὴ ὢν ἄνομος Θεοῦ, ἀλλ' ἔννομος Χριστοῦ 1 Ep.Cor.9.21.
II (νέμομαι) feeding in, i.e. inhabiting, οἳ γᾶς τότ' ἦσαν ἔννομοι A.Supp.565 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
que vive en, habitante de c. gen. βροτοὶ δ' οἳ γᾶς τότ' ἦσαν ἔννομοι A.Supp.565; cf. νομός.
-ον
I de cosas y abstr.
1 conforme a la costumbre, consuetudinario, tradicional ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων Pi.O.7.84, οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν κτιζοίατο A.Ch.483
que sigue la norma, sujeto a reglas tradicionales παιδιά Pl.R.424e, ἐκκλησία ἔ. asamblea reglamentaria, SEG 31.576.3 (Larisa II a.C.), IG 9(1).3.3 (Fócide II a.C.), TAM 3(1).4 (Termeso II d.C.), Act.Ap.19.39
neutr. plu. subst. τὰ ἔννομα = cantos con escala sujeta a una norma οἱ κιθάρᾳ τὰ ἔννομα προσᾴδοντες Luc.Salt.2
neutr. compar. como adv. ἐννομώτερον = de un modo más acorde con las normas, POxy.1204.24 (III d.C.).
2 conforme a la ley, legítimo ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται donde al punto una porción de tierra le donará para pertenecerle como legítima Pi.P.9.57, δίκα A.Supp.384, cf. E.Ph.1651, στέφανος IIasos 36.7 (III a.C.), ἔ. ὁμολογία Pl.Lg.921c, ἔ. πολιτεία Aeschin.1.5, ἔ. βίωσις ref. la ley de Moisés LXX Si.prol.14, βασιλεία Ῥωμαϊκὴ ἔ. Lyd.Mag.1.3, σὺμ ψάφοις ταῖς ἐννόμοις FD 4.438.2.8 (II a.C.), cf. Amph.Seleuc.241, πειρατέον δεικνύναι ἔννομον καὶ δίκαιον ... τῇ πόλει τὸ πεπραγμένον Anaximen.Rh.1427a26, (ἡδονή) op. παράνομος Aristid.Quint.115.23, ἔ. (κοίτη) unión legítima Thdt.H.Rel.8.13
neutr. subst. ἔννομα πείσονται sufrirán castigos de acuerdo con la ley Th.3.67, οὔτ' ἔννομ' εἶπας S.OT 322, ἰκετεύω τὰ πάντων ἐννομώτατα X.HG 2.3.52, cf. IG 22.218.8, 24 (IV a.C.)
jur. legal en la fórmula ἐν τοῖς ἐννόμοις χρόνοις en los plazos legales, IIasos 51.30, 73.29, ITralleis 26, Michel 468.29 (todas II a.C.), ἐπίκρισεις ἔννομοι disposiciones legales Malay, Researches 131.9 (Sardes II d.C.), ἡ ἐ. ἡλικία POxy.247.12 (I d.C.).
II de pers.
1 que actúa conforme a la ley, que respeta las leyes, justo ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις A.Supp.404, μὴ ὢν ἄνομος Θεοῦ, ἀλλ' ἔ. Χριστοῦ 1Ep.Cor.9.21.
2 ἔννομος εἶναι = tener derecho a, actuar legítimamente ἐγνώσθη ἔννομος εἶναι ἀξιῶν τῇ θεῷ ... ἀγείρειν le fue reconocido el derecho a solicitar hacer colectas para la diosa, IG 12(6).3.8 (Samos III a.C.).
III adv. ἐννόμως
1 según la costumbre φιλοσοφεῖν ἐννόμως Luc.Symp.32.
2 según la ley, dentro de la ley διοικεῖσθαι Lys.30.35, οἱ ἐννόμως δρῶντες Luc.Salt.80, ποιεῖν D.C.56.7.2, cf. D.23.74, Hyp.Epit.27, LXX Pr.31.25; cf. νόμος.

German (Pape)

[Seite 848] 1) (νέμομαι) der darin Wohnende, γᾶς, Einwohner, Aesch. Suppl. 560. – 2) (νόμος) gesetzlich, rechtmäßig, durch das Gesetz bestimmt; ἀγῶνες Pind. Ol. 7, 84; χθονὸς αἶσα P. 9, 59; δίκας οὐ τυγχάνουσιν ἐννόμου Aesch. Suppl. 379, vgl. Ch. 476; οὔτ' ἔννομ' εἶπας, Gerechtes, Soph. O. R. 322; ἔννομον δίκην πράσσεσθαι Eur. Phoen. 1645, vgl. I. T 35; ἔννομα πείσονται, die gerechte Strafe, Thuc. 3, 67; Gegensatz von παράνομος, Plat. Polit. 302 e; κατὰ τὴν ἔννομον ὁμολογίαν γενομένην Legg. XI, 921 c; πολιτεία Aesch. 1, 5; ἱκετεύω τὰ πάντων ἐννομώτατα, um das Gerechteste, Xen. Hell. 2, 3, 52; τὴν ἔννομον βασιλείαν εἰς τυραννίδα μεταστῆσαι Pol. 2, 47, 3. – Von Personen, gerecht, rechtschaffen, im Gegensatz von κακοί, Aesch. Suppl. 399; καὶ σπουδαῖος ἀνήρ Plat. Rep. IV, 424 e. – Vom Gesange, übereinstimmend, harmonisch, Luc. salt. 2. – Adv., Sp., wie D. Cass. 56, 7.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
I. conforme à la loi :
1 réglé par la loi, légal, légitime : ἔννομος πολιτεία ESCHN gouvernement légal ; ἔννομα πάσχειν THC subir un châtiment réglé par la loi;
2 qui se conforme aux lois, juste;
II. bien réglé, mesuré, harmonieux;
Cp. ἐννομώτερος, Sp. ἐννομώτατος.
Étymologie: ἐν, νόμος.
2ος, ον :
qui habite litt. qui paît dans, habitant.
Étymologie: ἐν, νέμομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔννομος: νέμομαι (где-л.) обитающий, живущий (οἳ γᾶς τότ᾽ ἦσαν ἔννομοι Aesch.).
νόμος
1 законный, установленный законом (ἀγῶνες Pind.): ἔννομα πάσχειν Thuc. нести заслуженное наказание;
2 правомерный, правовой (πολιτεία Aeschin.; δημοκρατία Arst.);
3 поступающий по законам, справедливый, честный (ἔννομοι καὶ σπουδαῖοι ἀνδρες Plat.);
4 размеренный, мерный, правильный (κιθάρᾳ τὰ ἔννομα προσᾴδειν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔννομος: -ον, ὁ ἐντὸς νόμου ὤν, τεταγμένος ἢ ὡρισμένος ὑπὸ τοῦ νόμου, νόμιμος, Πινδ. Ο. 7. 155, ΙΙ. 9. 100, Τραγ., κτλ.· ἔννομα πάσχειν, δίκαια, Θουκ. 3. 67· ἐνν. ὁμολογίᾳ, πολιτείᾳ Πλάτ. Νόμοι 921C, Αἰσχίν. 1. 25: - Ἐπίρρ. ἐννόμως, ἐννόμως ζημιοῦσθαι, διοικεῖν Λυσ. 115. 15., 186. 35. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ φυλάττων τοὺς νόμους, ὁ μὴ πράττων ἄνομα, δίκαιος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 404, Πλάτ. Πολ. 424Ε: - Ὡσαύτως, ὁ ὑποκείμενος εἰς τὸν νόμον, Ἐπιστ. Α΄, πρὸς Κορινθ. θ΄, 21. ΙΙ. (νέμομαι) τρεφόμενος ἐντός τινος τόπου, δηλ. κατοικῶν ἔν τινι τόπῳ, κάτοικος, οἳ γᾶς τότ’ ἦσαν ἔννομοι Αἰσχύλ. Ἱκ. 565.

English (Slater)

ἔννομος
   a traditional ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων (O. 7.84) ]ἐννόμων θ[ (sed aliter legisse videtur Zenodotus) (Pae. 6.183)
   b lawfulἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” pr. (P. 9.57)

English (Strong)

from ἐν and νόμος; (subjectively) legal, or (objectively) subject to: lawful, under law.

English (Thayer)

ἐννομον (νόμος);
1. bound to the law; bound by the law: Χριστῷ, or more correctly Χριστοῦ L T Tr WH, Buttmann, § 132,23).
2. as in Greek writings from (Pindar), Aeschylus down, lawful, regular: Lightfoot in The Contemp. Rev. for 1878, p. 295; Wood, Ephesus etc., Appendix, p. 38).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔννομος, -ον)
ο καθορισμένος από τον νόμο, αυτός που ακολουθεί τον νόμο, που είναι σύμφωνος με τον νόμο, νόμιμος
(α. «έννομη τάξη» β. «ἔννομα γὰρ πείσονται» — θα υποστούν τα νόμιμα, Θουκ.)
αρχ.
1. αυτός που τηρεί τους νόμους, που δεν πράττει άνομα, δίκαιος
2. αυτός που τρέφεται κάπου, που νέμεται έναν τόπο, που κατοικεί κάπου, κάτοικος («βροτοὶ δ', οἵ γᾱς τότ' ἦσαν ἔννομοι» — οι άνθρωποι που κατοικούσαν τότε τη χώρα, Αισχύλ.).
επίρρ...
εννόμως, -α
κατά τον νόμο, νόμιμα.

Greek Monotonic

ἔννομος: -ον, 1. αυτός που βρίσκεται εντός του νόμου, νόμιμος, νομότυπος, νομοταγής, σε Τραγ. κ.λπ.· ἔννομα πάσχειν, υφίσταται κάποιος νόμιμη, δίκαιη τιμωρία, σε Θουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που τηρεί τη νομιμότητα, έντιμος, ευθύς, δίκαιος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· υποκείμενος στο νόμο, σύμφωνος προς τους νόμους, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἔν-νομος, ον
1. within the law, lawful, legal, Trag., etc.; ἔννομα πάσχειν to suffer lawful punishment, Thuc.
2. of persons, keeping within the law, upright, Aesch., etc.:— subject to law, NTest.

Chinese

原文音譯:œnnomoj 恩-挪摩士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:在內-律法
字義溯源:合法的,法定的,法例,常例,律法之下,受律法約束;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(νόμος)=律法,分出)組成;而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(2);徒(1);林前(1)
譯字彙編
1) 律法之下(1) 林前9:21;
2) 法例(1) 徒19:39

English (Woodhouse)

just, lawful, in accordance with law, in conformity with law

Lexicon Thucydideum

legitimus, legibus consentaneus, lawful, according to law, 3.67.5, 4.60.1, 6.38.5.