ῥαβδοῦχος

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάβδουχος Medium diacritics: ῥαβδοῦχος Low diacritics: ραβδούχος Capitals: ΡΑΒΔΟΥΧΟΣ
Transliteration A: rhabdoûchos Transliteration B: rhabdouchos Transliteration C: ravdoychos Beta Code: r(a/bdouxos

English (LSJ)

(properisp.), ὁ,
A one who carries a rod or staff of office:
1 judge, umpire at a contest, Pl.Prt. 338a.
2 magistrate's attendant, staff-bearer, beadle, Ar.Pax734, UPZ3.6 (ii B.C., prob.), IG9(2).735 (Larissa, iii B.C.), 1109.24 (Coropa, ii B.C.), Act.Ap.16.35; so, prob., in Th.5.50: esp. at Rome, of the lictors who carried the fasces, Plb.5.26.10, etc.: also ῥαβδοῦχοι, αἱ, female attendants on Oenanthe, mother of Agathocles, Id.15.29.13.

German (Pape)

[Seite 830] eine Ruthe, ein Ruthenbündel, einen Stab habend, haltend, auch ἡ ῥαβδούχη; – 1) jede Obrigkeit, die als Abzeichen ihrer Würde einen Stab trug; bes. der Richter, auch der Kampfrichter, Λίχας ἐν τῷ ἀγῶνι ὑπὸ τῶν ῥαβδούχων πληγὰς ἔλαβεν, Thuc. 5, 50; Plat. Prot. 388 a; in Athen die fünf Richter in den Wettkämpfen der Dichter, die nach Ar. Pax 718 auch Gebrauch von ihren Stäben machten u. die Dichter schlugen; der Schol. setzt auch hinzu ἦσαν δὲ ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές, οἳ τῆς εὐκοσμίας ἐμέλοντο τῶν θεατῶν. – 2) in Rom die Magistratus, welche das Recht haben, sich die fasces vortragen zu lassen, u. der Lictor selbst, der die fasces trägt, Pol. 5, 26, 10 u. öfter, u. Sp., wie Plut. u. D. Hal.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
litt. « celui qui porte une baguette » :
1 une sorte d'huissier de certains magistrats;
2 à Rome licteur.
Étymologie: ῥάβδος, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδοῦχος: 1) ὁ; 1.1) жезлоносец (блюститель порядка или судья на состязаниях) Thuc., Arph., Plat.; 1.2) (в Риме) ликтор Polyb.;
2) ἡ женщина из свиты Энанты (матери Агафокла) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδοῦχος: ὁ, (ἔχω) ὁ ἔχων ἢ φέρων ῥάβδον ὡς σημεῖον ἀξιώματος· 1) δικαστής, κριτὴς ἀγῶνος, ἀγωνοδίκης, = βραβευτής, Πλάτ. Πρωτ. 338Α. 2) θεράπων ἄρχοντος, ὁ φέρων τὴν ῥάβδον αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 734· οὕτω πιθανῶς παρὰ Θουκ. 5. 50 - οὕτως ἐν Ρώμῃ ἐπὶ τῶν φερόντων τὰς ῥάβδους ἢ fasces, Πολύβ. 5. 26, 10, κτλ.· πρβλ. ῥαβδονόμος, ῥαβδοφόρος· - ὡσαύτως, ῥαβδοῦχοι, αἱ, γυναῖκες θεράπαιναι τῆς Οἰνάνθης μητρὸς τοῦ Ἀγαθοκλέους, καὶ ταῦτ’ εἰποῦσα ταῖς ῥαβδούχοις ἀνείργειν προσέταξε καὶ παίειν τὰς μὴ πειθαρχούσας ὁ αὐτ. 15. 29, 13.

English (Strong)

from ῥάβδος and ἔχω; a rod- (the Latin fasces) holder, i.e. a Roman lictor (constable or executioner): serjeant.

Greek Monolingual

ο / ῥαβδοῦχος, ΝΜΑ
(στην αρχ. Ελλ.)
1. αυτός που έχει ράβδο ως σύμβολο ανώτατου αξιώματος ή εξουσίας, όπως ήταν λ.χ. ο δικαστής, ο διαιτητής ή ο κριτής αγώνα
2. στον πληθ. οι ραβδούχοι
α) (στην αρχ. Αθήνα) αξιωματούχοι επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξεως κατά τη διάρκεια τών μεγάλων εορτών και τών αθλητικών αγώνων, η ονομασία τών οποίων οφείλεται στο ότι έφεραν ράβδο ως διακριτικό του αξιώματός τους («τύπτειν τοὺς ῥαβδούχους, εἴ τις κωμῳδοποιητὴς αὐτὸν ἐπῄνει πρὸς τὸ θέατρον παραβάς», Αριστοφ.)
β) (στη Ρώμη) δημόσιοι υπάλληλοι που προχωρούσαν μπροστά από τους άρχοντές τους και κρατούσαν στο ένα χέρι τους δέσμη ράβδων με πέλεκυ στο μέσον και στο άλλο μια και μόνη ράβδο, για να εξασφαλίσουν την εκτέλεση τών κελευσμάτων τών αρχόντων
αρχ.
1. ο θεράπων άρχοντα ο οποίος κρατούσε ράβδο
2. (στον πληθ. ως θηλ.) αἱ ῥαβδοῦχοι
γυναίκες θεράπαινες της Οινάνθης, μητέρας του Αγαθοκλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -οῦχος].

Greek Monotonic

ῥαβδοῦχος: ὁ (ἔχω), αυτός που φέρει, κρατά ραβδί ή σκήπτρο ως σύμβολο αξιώματος·
1. δικαστής, κριτής αγώνα, αγωνοδίκης, σε Πλάτ.
2. υπηρέτης άρχοντα, αυλικός, ο οποίος έφερε τη ράβδο του άρχοντα, σε Αριστοφ.· ομοίως, στην αρχαία Ρώμη, λεγόταν για τους ραβδούχους που κρατούσαν δέσμες ράβδων γύρω από πέλεκυ, σε Πολύβ., κ.λπ.

Middle Liddell

ῥαβδ-οῦχος, ὁ, [ἔχω]
one who carries a rod or staff of office:
1. a judge, umpire at a contest, Plat.
2. a magistrate's attendant, a beadle, Ar.:—so, at Rome, of the lictors who carried the fasces, Polyb., etc.

Chinese

原文音譯:?abdoàcoj 拉不特-烏何士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:杖-有(者)
字義溯源:持杖者,持桿者,持束棒者(古羅馬時為束棒為長官清道並協助處罰罪犯之小吏),差役;由(ῥάβδος)=杖)與(ἔχω)*=持)組成,而 (ῥάβδος)出自(ῥαπίζω)=摑), (ῥαπίζω)出自(Ῥαιφάν / Ῥεμφάν / Ῥεφάν / Ῥομφά)X*=跌)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 差役(2) 徒16:35; 徒16:38

English (Woodhouse)

umpire in a race

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

lictor, lictor (attendant), 5.50.4.