λισσάνιος

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λισσάνιος Medium diacritics: λισσάνιος Low diacritics: λισσάνιος Capitals: ΛΙΣΣΑΝΙΟΣ
Transliteration A: lissánios Transliteration B: lissanios Transliteration C: lissanios Beta Code: lissa/nios

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Lacon. for ἀγαθός (Hsch., Phot.), ὦ λισσάνιε my good friend, Ar.Lys.1171 (λυσσάνιε cod. R).

Russian (Dvoretsky)

λισσάνιος: (ᾱ) лак. Arph. = ἀγαθός.

Greek (Liddell-Scott)

λισσάνιος: [ᾰ], -ον, Λακων. ἀντὶ τοῦ ἀγαθὸς (Ἡσύχ., Φώτ.), ὦ λισσάνιε, «ἀγαθὲ ἢ φίλε», Ἀριστοφ. Λυσ. 1171 (κοινῶς λυσσάνιε).

Greek Monolingual

λισσάνιος, -ον (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ἀγαθός»
2. φρ. «ὦ λυσσάνιε» — καλέ μου φίλε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. θεωρείται «σύνθ. εκ συναρπαγής» (λ. σχηματισμένη από ολόκληρη φράση) του λισσὸς ἀνιᾶν «αυτός που δεν φέρνει καμιά ενόχληση, στεναχώρια», από όπου και η σημασία του («αγαθός»). Η άποψη ότι το β' συνθετικό της λ. είναι ο τ. ἡνίον (πρβλ. πειθήνιος, φιλήνιος), προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Το ίδιο ισχύει και για την ετυμολόγηση από θ. λισσ- του λίσσομαι «ικετεύω, ζητώ» + ἡνίον, δηλ. «αυτός που ζητά να πάρει τα ηνία», ο «πειθήνιος»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: only in ὦ λισσάνιε (Ar. Lys. 1171; v.l. λυσσ-), address of unknown meaning, by H. and Phot. explained with ἀγαθός (cf. γαθέ).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Because of the unclear meaning without etymology. After Bechtel Dial. 2, 376 f. hypostasis from λισσὸς ἀνιᾶν, "who causes no ἀνία" = harmless, but the 2. member belongs rather to ἡνία rein. The 2. member too is uncertain; when we omit the v.l. λυσσάνιε of Cod. Ravennas (rather Verschlimmbesserung after λύσσα; cf. μαινόμενε sch.), connection is possible not only with λισσός ("with smooth reins", i.e. `steerable'??), but also with λίσσομαι ("who asks for reins" = "who wants to be guided" = obedient?); cf. πειθ-, φιλ-ήνιος. The analysis as a compound does not convince.

Frisk Etymology German

λισσάνιος: {lissánios}
Meaning: nur in ὦ λισσάνιε (Ar. Lys. 1171; v.l. λυσσ-), Anrede unbestimmter Bed., von H. und Phot. mit ἀγαθός (vgl. ὦ ’γαθέ) erklärt.
Etymology: Wegen der unklaren Bed. ohne sichere Etymologie. Nach Bechtel Dial. 2, 376 f. Hypostase aus λισσὸς ἀνιᾶν, "der keine ἀνία bringt" = harmlos, aber das Hinterglied gehört wohl eher zu ἡνία Zügel. Auch das Vorderglied ist indessen mehrdeutig; wenn wir von der v.l. λυσσάνιε des Cod. Ravennas absehen (wohl Verschlimmbesserung nach λύσσα; vgl. μαινόμενε Sch.), ist Anknüpfung möglich nicht nur an λισσός ("mit glatten Zügeln", d.h. lenksam??), sondern auch an λίσσομαι ("der um Zügel fleht" = "der gelenkt werden will" = gehorsam?); vgl. πειθ-, φιλήνιος.
Page 2,129-130