ἀρετά

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

English (Slater)

ᾰ̓ρετᾱ́ (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αί, -ᾶν, -αῖς, -αῖσι(ν), -άς)
   a distinction, talent, excellence, rarely of purely moral qualities. δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν (O. 1.13) γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς (O. 2.11) ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος (O. 2.53) ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς (O. 7.43) οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά (P. 1.94) ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (sc. πλοῦτον) (P. 5.2) ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν filial devotion (P. 6.42) ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι (P. 11.54) ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών (N. 3.74) ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει (N. 4.41) ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος (N. 11.37) Ὅμηρος αὐτοῦ (= Αἴαντος) ὀρθώσαις ἀρετὰν (I. 4.38) ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς (I. 7.22) καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος (I. 8.48) κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετ[άν (Pae. 6.131) παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1. . εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel) fr. 169. 15. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. 1. τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
   b esp. physical excellence, valour, prowess ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι (O. 3.37) προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις (O. 9.83) πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι (O. 9.100) θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος (O. 10.20) ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ (P. 1.80) ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς (P. 2.14) ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων (P. 2.62) ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει (P. 3.114) φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι (P. 4.187) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν ῥανθεῖσαν) (P. 5.98) ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ (P. 10.23) ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον (N. 6.23) ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης (N. 7.7) εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν (N. 9.54) λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν (I. 1.22) εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν (ἀρετά, ἀρεταί Σ̆{γρ}.) (I. 1.41) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν (I. 2.44) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (I. 5.17) οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ sc. the Aiginetans with their ships (I. 9.6)
   c reputation, renown for prowess, glory ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα (O. 7.89) μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν (O. 8.6) πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ (v. l. — ίου) φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν (N. 5.53) αὔξεται δ' ἀρετά (sic codd., v. αὔξεται) (N. 8.40) ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (I. 3.13) καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν (I. 4.13)
   d pl., deeds of prowess, achievements, exploits ἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς (O. 1.89) στέφανόν τ' ἀρετᾶν (O. 3.18) πρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων (O. 3.43) τόνδε κῶμον χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν (O. 4.10) ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον δέκευ (O. 5.1) ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται (O. 5.15) ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι (O. 6.9) τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται (O. 6.72) θάλλει δ' ἀρεταῖσιν (O. 9.16) τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς (O. 11.6) ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων (O. 13.15) ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ (O. 13.51) ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς (P. 1.41) v. (P. 5.98) supra b. ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος (P. 8.22) ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι (P. 9.76) κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (N. 1.9) ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις (N. 1.34) ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ, στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8) παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ (N. 3.32) μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται (N. 3.42) ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας (N. 6.47) θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (N. 7.51) φλέγεται δ (sc. Ἄργος) ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν (N. 10.2) Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν (I. 3.4) ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν (I. 4.3) τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν (I. 5.45) εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς (I. 6.11) ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς (I. 6.56) διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece. ) Πα. . 22. ]ειν ἀπείρονας ἀρετὰς[ Αἰακ]ιδᾶν (Pae. 6.176)
   e fragg. ]ἀρετα[ (Pae. 8.89) ]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25.

Translations

goodness

Albanian: mirësi; Aromanian: bunãtati; Asturian: bondá; Bulgarian: добрина, доброта; Catalan: bondat, bonesa; Choctaw: achukma; Czech: dobrota; Dutch: goedheid; Esperanto: boneco; Finnish: hyvyys; French: bonté; Old French: bonté; Friulian: bontât; Galician: bondade; German: Güte, Gütigkeit, Herzensgüte, Tugend, Integrität; Gothic: 𐍃𐌴𐌻𐌴𐌹, 𐌲𐍉𐌳𐌴𐌹; Greek: καλοσύνη; Ancient Greek: ἀγαθοσύνη, ἀγαθότης, ἀγαθωσύνη, ἀρετά, ἀρετή, ἐητύς, ἐσθλότης, εὐήθεια, εὐηθία, εὐηθίη, καλλονή, καλοκἀγαθία, κεδνοσύνη, σπουδαιότης, τὸ ἐπιεικές, τὸ χρηστόν, τοὐπιευκές, χρηστοσύνη, χρηστότης; Hebrew: טוֹב‎; Ido: boneso; Ingrian: hüvüsse; Irish: maitheas, maith; Italian: bontà; Judeo-Italian: טובזה‎; Latin: bonitas; Lithuanian: gerumas; Middle English: goodnesse; Occitan: bontat, bonesa; Old High German: guotī; Old Occitan: bontat; Polish: dobro, dobroć; Portuguese: bondade; Romanian: bunătate; Russian: доброта; Scots: guidness; Spanish: bondad; Swahili: uzuri; Swedish: godhet; Tagalog: buti; Tamil: நல்லது; Telugu: మంచితనము; Tocharian B: kärtsauñe; Turkish: iyilik; Ugaritic: 𐎉𐎁; Votic: üvüz

excellence

Afrikaans: uitmuntendheid, voortreflikheid; Armenian: գերազանցություն; Bikol Central: bansay; Bulgarian: превъзходство; Catalan: excel·lència; Chinese Mandarin: 卓越; Choctaw: achukma; Czech: výtečnost; Dutch: uitmuntendheid, voortreffelijkheid, excellentie; Esperanto: brileco, bonegeco; French: excellence; Galician: excelencia, prominencia; German: Vortrefflichkeit; Greek: αριστεία, υπεροχή; Ancient Greek: ἀκρότης, ἀνδρεία, ἀξίωσις, ἀρειότης, ἀρετά, ἀρετή, ἀριστεία, ἀριστείη, ἄχνη, διαφορά, δοκιμότης, ἐκπρέπεια, ἐμπρέπεια, ἐνδοξότης, κορυφαιότης, τὸ χρήσιμον, ὑπεροχή; Hindi: कमाल; Irish: feabhas; Italian: eccellenza; Japanese: 優秀さ; Latin: excellentia; Latvian: izcilība; Macedonian: извонредност, превосходство; Malayalam: മികവ്, മേന്മ; Maori: panekiretanga, hiranga, huhuatanga; Occitan: excelléncia; Polish: świetność; Portuguese: excelência; Russian: превосходство; Spanish: excelencia, prestancia; Tamil: சிறப்பு, மேன்மை; Tocharian B: śpālmäññe

virtue

afrikaans: deug; Albanian: virtyt; Arabic: فَضِيلَة‎; Armenian: առաքինություն; Belarusian: цнота, дабрачыннасць, дабрачыннасьць; Bulgarian: добродетел, целомъ́дрие; Catalan: virtut; Cebuano: birtud; Chinese Mandarin: 美德, 德; Czech: ctnost; Danish: dyd; Dutch: deugdzaamheid; Finnish: hyvellisyys, siveys; French: vertu; Friulian: virtût; Galician: virtude; Georgian: ღირსება; German: Tugend; Greek: αρετή; Ancient Greek: ἀρετή, τὸ ἐνάρετον; Hebrew: סְגֻלָּה‎; Hindi: सदाचार; Hungarian: erény; Icelandic: dyggð; Ido: vertuo; Interlingua: virtute; Italian: virtù; Japanese: 美徳, 徳; Korean: 미덕(美德), 덕(德); Latin: virtus; Latvian: tikums; Macedonian: доблест; Middle English: honeste; Norwegian: dyd; Old Norse: dygð; Old English: cræft; Persian: خوبی‎, ستودگی‎, هژیری‎; Polish: cnota; Portuguese: virtude; Romanian: virtute; Russian: добродетель, целомудрие; Serbo-Croatian Cyrillic: врлина; Roman: vrlina; Sicilian: virtuti; Slovak: cnosť; Slovene: vrlina; Solon: buyaa; Spanish: virtud; Swedish: dygd; Tamil: விருடம்; Telugu: సుగుణం; Turkish: erdem, fazilet, itminan; Ukrainian: цнотливість, доброчесність; Venetian: vertù; Vietnamese: đức