αμύνομαι
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Greek Monolingual
(Α ἀμύνομαι και ἀμύνω)
1. βρίσκομαι σε άμυνα
2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον
3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις του αρχαίου αμύνομαι πρβλ. το ενεργητικό ἀμύνω)
αρχ.
Ι (ενεργητική)
1. αποκρούω, υπερασπίζω, προασπίζω
2. βοηθώ, συντρέχω
το ρ. απαντά με διάφορες συντάξεις: α) (δίπτωτο) με αιτιατική προσώπου ή πράγματος το οποίο πρέπει κανείς να αποκρούσει και β) με δοτική προσώπου (που συχνά μπορεί και να παραλείπεται) από το οποίο αποκρούεται ο κίνδυνος
γ) μόνο με δοτική προσώπου
δ) με γενική εκείνου από το(ν) οποίο απομακρύνεται ο κίνδυνος
ε) με τις προθέσεις από, περί, υπέρ-
3. φρ. «ἀμύνατε», βοήθεια
4. (το ουδ. της μετοχής ως ουσιαστικό) τὰ ἀμυνοῦντα μέσα άμυνας
ΙΙ μέσ.
1. (με αιτιατική προσώπου και συχνά δοτική οργανική) εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω τα ίσα (σπάνια με αυτή τη σημασία και το ενεργητικό)
2. (με αιτιατική προσώπου και γενική πράγματος ή εμπρόθετο) τιμωρώ κάποιον για κάτι
3. (σπανιότερα με παθητική σημασία) α) αποκρούομαι, β) τιμωρούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυ- + ν (έρρινη ριζική επαύξηση) + -ye / -yo- (επίθημα) με αφομοίωση και εν συνεχεία με απλοποίηση του συμπλέγματος -νy- και αντέκταση του υ σε ῡ (ἀμῡνω πρβλ. πλῡνω). Αν το ἀμῡ-ν-ω συνδέεται ετυμολογικά, όπως θα μπορούσε λόγω της ρίζας του (ἀμυ-), με το ρ. ἀμεύ-ω «μετακινώ, μετατοπίζω, απωθώ», τότε αρχικά το ἀμύνω θα σήμαινε «απωθώ, απομακρύνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυνάθω ἀμυντήρ, ἄμυντρον, ἀμύντωρ
αρχ.-μσν.
ἀμύντης
νεοελλ.
αμυντικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀπαμύνω, ἐπαμύνω, καταμύνω, περιαμύνω, προσαμύνω, συναμύνω, συνεπαμύνω, κατεπαμύνω
νεοελλ.
ανταμύνομαι, αυτοαμύνομαι, υπεραμύνομαι].