γοήτευμα
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
-ατος, τό, spell, charm, Pl.Phlb. 44c, Alciphr.3.17, Ael. NA3.17, Agath.Praef.; τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 hechizo, seducción καὶ αὐτὸ τοῦτο ... ἡδονὴν εἶναι Pl.Phlb.44c, cf. Ael.NA 3.17, Agath.proem.7, Aristaenet.2.18.42, tb. plu. τοὺς ἀθλίους τουτουσὶ θέλγε τοῖς γοητεύμασιν Alciphr.2.14.2, τοῖς φαρμάκοις καὶ τοῖς γοητεύμασι Plot.4.4.40.
2 encanto, fascinación que produce sobre el alma la vida terrena τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43, cf. 28.
German (Pape)
[Seite 500] τό, Zauberstück, Trug, Gegensatz ἡδονή, Plat. Phil. 44 c; Sp. öfter.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. γοητεία.
Étymologie: γοητεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γοήτευμα -ατος, τό γοητεύω betovering, toverij.
Russian (Dvoretsky)
γοήτευμα: ατος τό обольщение, навождение, обман (γ., ἀλλ᾽ οὐχ ἡδονή Plat.).
Greek Monolingual
γοήτευμα, το (Α) γοητεύω
μαγικό τέχνασμα, μάγια.
Greek (Liddell-Scott)
γοήτευμα: τό, μαγικὸν τέχνασμα, παίγνιον, μαγγανεία, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17.