γραῦς

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραῦς Medium diacritics: γραῦς Low diacritics: γραυς Capitals: ΓΡΑΥΣ
Transliteration A: graûs Transliteration B: graus Transliteration C: grafs Beta Code: grau=s

English (LSJ)

gen. γρᾱός, ἡ: Ion. γρηῦς, γρηός, voc. γρηῦ: poet. also γρηΰς, voc. γρηΰ: barbarous voc. γρᾶο in Ar.Th.1222: nom. pl.
A γρᾶες Ar.Fr.350, Timocl.25: acc. γραῦς E.Andr.612, etc.:—old woman, Hom., especially in Od., 1.191, al., A.Eu.38, etc.; γραῦς παλαιή Od. 19.346: prov., γραῶν ὕθλος = old wives' tale, old wives' fables, Pl.Tht.176b: with Subst., γραῦς γυνή E.Tr.490, Ar. Th.345, D.19.283: Com., ὁ γραῦς of an old man, Ar.Th.1214 cod. R.
II scum of boiled milk, Id.Pl. 1206, Arist.GA743b7.
III sea-crab, Arist.HA601a18 (as v.l.), Artem.2.14.
IV kind of locust, γραῦς σέριφος Zen.2.94.

German (Pape)

[Seite 505] γραός, ἡ, ion. γρηῦς, γρηός, poet. auch γρηΰς, voc. γρηΰ, γρᾶο sagt der Scythe Ar. Th. 1222; Hom. nominat. γρηΰς Odyss. 7, 8, γρηῦς Odyss. 19, 346, genit. γρηός Odyss. 1, 438, v.l. γραίης, dat. γρηί Odyss. 1, 191, vocat. γρηΰ Odyss. 22, 481, γρηῦ Odyss. 22, 411; doch wohl jedenfalls verwandt mit γέρων, γεραιός, γραῖα. – 1) Greisin, alte Frau, alte Jungfer, altes Weib; von Hom. an überall; γρ. παλαιή Od. 19, 346, γρηὶ παλαιγενέι Iliad. 3, 386, γρηϋ παλαιγενές Odyss. 22, 395; γυνὴ Σικελὴ γρηΰς Odyss. 24, 211; δούλη γυνὴ γραῦς Eur. Troad. 490; γραῦς γυνή Ar. Th. 345; Dem. 19, 283; Sp. auch γραῦς ἵππος; – komisch ὁ γραῦς ein alter Mann als ein altes Weib verkleidet, Ar. Th. 1214. – 2) die runzelige Haut, welche sich über Milch, Brei u. dgl. bildet, auch Schaum auf kochendem Wasser; Ar. Plut. 1206; Arist. gen. anim. 2, 6; Ath. XIII, 585 c. – 3) eine Art Seekrebs, Artemid. 2, 14.

Spanish (DGE)

γραός, ἡ
• Alolema(s): jón. y ép. γρηῦς Od.19.346, 24.389, Hp.Steril.234; γρηΰς Od.2.377, Call.Fr.63.4, 253.5, Epigr.40.3, A.D.Adu.150.5; γραōς Hsch.; dór. γραῦις Call.Fr.513 (γραύις cód.); γρεῦς Hdn.Gr.1.401
• Morfología: [sg. voc. bárbaro γρᾶο Ar.Th.1222; jón. ac. γρηΰν Call.Fr.75.67; gen. γρηός Call.Fr.310; dór. dat. γραύιδι Call.Fr.513; plu. nom. γρᾶες Ar.Fr.364, γρῆες Call.Fr.561; compar. sg. fem. γραοτέρα Epiph.Const.Haer.79.4]
I mujer vieja γρηῒ ... ἐϊκυῖα παλαιγένεϊ Il.3.386, γ. παλαιή Od.19.346, ὑποπρεσβύτεραι γρᾶες Ar.Fr.364, cf. A.Eu.38, παίδων τ' ἄπαιδας γραῦς ἔθηκας E.Andr.612, γραῦν μήτε πολλὰ λαλεῖν μήτε πολλὰ πίνειν Ps.Democr.B 300.19, ἐγὼ ... ἡ γ. γενόμην llegué a vieja Call.Epigr.40.3, cf. Fr.561, γρηὶ δέ μ' εἰσαμένην A.R.3.72, δυσθανατώσης γραὸς ἀποσχέσθαι Chrysipp.Stoic.3.50, cf. 3.67, IUrb.Rom.1356 (I/II d.C.), Aristaenet.1.6.5, γ. ... θανάτου γίνεται σύμβολον Artem.4.24, γραυσὶ συνέρχεσθαι Vett.Val.17.23, γ. ἡ κατεξυσμένη τὸ σῶμα διὰ γῆρας Sch.D.T.197.13, acompañando a n. propio γρηῢν Μακελώ Call.Fr.75.67, Θεοδώρα τις γ. BGU 1024.7.9 (II d.C.)
prov. γραῶν ὕθλος cuento de viejas de la charla inútil, Pl.Tht.176b, Prou.Bodl.275, mismo sent. ἀείπλανα χείλεα γρηός Call.Fr.310, Σεριφία γ. de la mujer que envejece virgen (cf. II 3), Apollod.Hist.301, en dif. versiones γ. Σέριφος Zen.2.94, γ. Ἔριφος Prou.Bodl.267, Hsch., γ. βακχεύει de lo que se hace a destiempo, Zen.2.96, γ. ἀνακροτήσασα πολὺν κονιορτὸν ἐγείρει de las pers. que por su gran experiencia resuelven muchos asuntos Prou.Bodl.299
frec. personaje cóm. c. sent. peyor. vieja bruja διέβαλέ μου γ. Ar.Th.1214, ὦ μιαρὸ γρᾶο Ar.Th.1222, ref. a famosas meretrices περὶ δὲ τὸν πανάθλιον εὕδουσι γρᾶες, Νάννιον, Πλαγγών, Λύκα (paród. de las Euménides), Timocl.27
como adj. γρηῒ σὺν ἀμφιπόλῳ Od.1.191, γρηῒ καμινοῖ ἶσος Od.18.27, δούλη γυνή E.Tr.490, γυνή Ar.Th.345, D.19.283, de una camella SB 12397.7, 9 (V/VI d.C.), compar. χήρας τε ὠνόμασε καὶ τούτων τὰς ἔτι τὰς γραοτέρας πρεσβύτιδας Epiph.Const.l.c.
II fig.
1 piel arrugada de ahí nata de la leche γάλακτος ... τὴν γρηῦν ἀφελεῖν Hp.l.c., cf. Nic.Al.91, Hsch.
o de otros líquidos tela, flor ταῖς μὲν ἄλλαις γὰρ χύτραις ἡ γ. ἔπεστ' ἀνωτάτω, ταύτης δὲ νῦν τῆς γραὸς ἐπιπολῆς ἔπεισιν αἱ χύτραι Ar.Pl.1206, καθάπερ ἐπὶ τοῖς ἑψήμασιν ἡ καλουμένη γ. Arist.GA 743b7
del cerco que deja en el vaso un líquido bebido, Hsch.
2 zool. n. de un crustáceo, tal vez centolla o nécora Artem.2.14.
3 entom. γ. σέριφος en Sicilia mantis religiosa Sch.Theoc.10.18a, Zen.2.94, Hsch.
4 la vieja una tirada del juego de las tabas, Hsch.
• Diccionario Micénico: ka-ra-we.
• Etimología: De la r. *gerH2- en grado ø/P āu que c. otros grados vocálicos ha dado γέρων, γέρας, gót. kaúrngrano’, lat. grānum, etc.

French (Bailly abrégé)

γραός (ἡ) :
1 vieille femme;
2 p. anal. peau ridée qui se forme sur le laitage, et sur certains liquides.
Étymologie: p. *γραϜις, de *γέραϜις, > ion. γραῦϊς, att. γραῦς ; cf. γεραός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραῦς γρα̅ός, ἡ, Ion. γρῆυς, γρηΰς, γρηῦς [~ γέρων, γέρας; vocat. sing. γρηῦ, barb. γρᾶο
1. poët. oude vrouw; ook in comb. met γυνή.
2. (rimpelig) vel op gekookte melk:. Aristoph. Pl. 1206.

Russian (Dvoretsky)

γραῦς: γρᾱός, эп.-ион. γρηῦς и γρῆϋς ἡ (acc. γραῦν - эп. gen. неупотреб., dat. γρηΐ, voc. γρηῦ и γρῆϋ; pl. γρᾶες, gen. и dat. неупотреб., acc. γραῦς)
1) (тж. γ. γυνή Hom., Eur., Arph., Dem.) старуха Hom.; ὁ γ. Arph. (в речи скифа) старик;
2) Arph., Arst. = γραῖα I, 2.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: old woman (Il.); a sea-crab (Artem., H., s. Strömberg Fischnamen 95, thus also γραῖα [Epich.]); said of the scum of boiled milk (Ar.)
Other forms: Gen. γραός (Schwyzer 574)
Dialectal forms: Ion. γρηΰς, γρηῦς
Derivatives: Also γραῖα (Od., also adj. old) < *γραῖϜα < *γραϜ-ια; coll. γραιβία η γραιτία (i. e. γραιϜία) πανήγυρις. Ταραντῖνοι H.; s. Scheller Oxytonierung 32. - And γραΐς, -ίδος (Charito), Dor. γραῦις (Call.). - γραώδης like old women (Chrysipp.), from γραῖα: γραιολέας πονηρὰς η ὀλεθρίας γραίας H. (cf. the adj. in -όλης, but s. DELG; the translation ὀλεθρίας is folk etymology). - Denom. γραΐζω remove the γραῦς of the milk (Ar.); from γραῖα: γραιόομαι get old, of wine (AP).
Origin: IE [Indo-European] [390] **greh₂-i̯u- old woman
Etymology: From the root *gerh₂- in γέρων, γέρας. Prob. < *γρα-ι̯υ- <*greh₂-i̯u- with -ι̯υ- as in ὑύς son (pl. υἷες). - S. Berger Münch. Stud. z. Sprachwiss. 3, 5f.. Cf. γέρων, γέρας, γῆρας. (Does not contain *h₂oiu, αἰών with Szemerényi.)

Middle Liddell

[from same Root as γέρων
I. an old woman, Hom., Aesch.; γρ. παλαιή Od.; γραῦς γυνή Eur.
II. scum, as of boiled milk, Ar.

Greek Monolingual

γραῡς και γρηῡς και γρηΰς, η (Α)
1. γριά γυναίκα
2. (κωμικά) γέρος άντρας
3. κάβουρας
4. αφρός γάλακτος που βράζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γριά].

Greek Monotonic

γραῦς: γεν. γρᾱός, ἡ, Ιων. γρηῦς, γρηός, κλητ. γρηῦ, ποιητ. επίσης γρηΰς, κλητ. γρηΰ· ονομ. πληθ. γρᾶες, αιτ. γραῦς (από την ίδια ρίζα όπως το γέρων
I. ηλικιωμένη γυναίκα σε Όμηρ., Αισχύλ.· γραῦς παλαιή, σε Ομήρ. Οδ.· γραῦς γυνή, σε Ευρ.
II. αφρός, λέγεται για το βρασμένο γάλα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

γραῦς: γεν. γρᾱός, ἡ· Ἰων. γρηῦς, γρηός, κλητ. γρηῦ· ποιητικῶς καὶ γρηῢς· βαρβαρικὴ κλητ. γρᾷο ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ 1222· ὀνομ. πληθ. γρᾶες Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 128, Τιμοκλ. Ὀρέστ. 1· αἰτ. γραῦς Εὐρ. Ἀνδρ. 612, κτλ.· (ἴδε γέρων)·― γραῖα, Ὅμ. ἰδίως ἐν Ὀδ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 38· ἰσχυρότ. γρ. παλαιὴ Ὀδ. Τ. 346· ὡσαύτως μετὰ οὐσιαστ., γραῦς γυνὴ Εὐρ. Τρῳ. 490, Ἀριστοφ. Θεσμ. 345, Δημ. 432. 12·― κωμικῶς, ὁ γραῦς, ἐπὶ γέροντος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1214. ΙΙ. ἀφρός, τὸ ἐπικάθισμα, οἷον ἐπὶ βραζομένου γάλακτος, ὁ αὐτ. Πλ. 1206, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 6, 26. ΙΙΙ. θαλάσσιός τις καρκίνος, Schneid. Ὀππ. Ἁλ. 1. 285.

Frisk Etymology German

γραῦς: {graũs}
Forms: Gen. γραός (Einzelheiten der Flexion bei Schwyzer 574), ep. ion. γρηΰς (zum Akz. s. unten), γρηῦς
Grammar: f.
Meaning: alte Frau (seit Il.), auch übertr. von der runzeligen Haut auf der Milch (Ar., Arist.) und als N. einer Meerkrabbe (Artem., H., vgl. Strömberg Fischnamen 95; im selben Sinn γραῖα [Epich.]).
Derivative: Eine synonyme Erweiterung nach den Femininen auf -ια ist γραῖα (poet. seit Od., auch als Adj. = alt) für *γραῖϝα aus *γραϝια mit der Kollektivbildung γραιβία ἢ γραιτία (d. h. γραιϝία)· πανήγυρις. Ταραντῖνοι H.; vgl. Scheller Oxytonierung 32. — Ebenso, nach den Oxytona auf -ίς, γραΐς, -ίδος (Charito u. a.), dor. γραῦις (Kall.), mit dem gewöhnlichen Demin. γραΐδιον, γρᾴδιον (Ar. usw., verächtlich). — Von γραῦς: γραώδης nach alter Weiber Art (Chrysipp., Str., NT usw.), von γραῖα: γραιολέας· πονηρὰς ἢ ὀλεθρίας γραίας H., nach den Adj. auf -όλης (die Übersetzung ὀλεθρίας ist Volksetymologie). — Denominative Verba. Von γραῦς: γραΐζω [[die γραῦς von der Milch entfernen]], abschäumen (Ar.); von γραῖα: γραιόομαι alt werden, vom Wein (AP).
Etymology: Alte, eigenartige und nicht sicher erklärte Ableitung der Sippe γέρων, γέρας usw. Nach Schulze Q. 448, dem sich Schwyzer 480 anschließt, aus *γραι̯υ-, d. h. der einsilbigen langvokalischen Ablautstufe γρα- (neben γερα- in γέρας usw.) und einem Suffix-ι̯υ- wie in ὑύς Sohn (pl. υἷες usw.). Wie ὑ(ι)ύς, eig. "die Geburt", wäre somit das Oppositum γρηΰς (als altes Oxytonon; anders Berger, s. unten) eigentlich eine abstrakte Primärbildung "das Altern"; vgl. noch zu τηΰσιος. Andere, z. B. Brugmann IF 9, 372 (vgl. noch 18, 429f., 29,209), sehen in dem -υ- eine alte Erweiterung, die auch in aw. zaurvan- Greisenalter vorliegt und ebenso in arm. cer-oytAlter (von cer Greis), aind. Járūtha- N. eines Dämons u. a. gesucht worden ist, vgl. Wackernagel-Debrunner Aind. Gramm. II: 2, 499 m. Lit. (dagegen γέρυς wahrscheinlich nach πρέσβυς, vgl. zu γέρων; sehr unsicher toch. kur schwach werden, altern, Duchesne-Guillemin BSL 41, 146). — S. noch Berger Münch. Stud. z. Sprachwiss. 3, 5f., wo auch Lit.; außerdem H. Petersson Et. Miszellen 16. — Vgl. γέρων, γέρας, γῆρας, auch γράπις.
Page 1,324

Translations

old woman

Abaga: a·ntenanai; Albanian: plakë, grua e vjeter; Arabic: عَجُوز; Armenian: պառավ; Aromanian: moashi, babã, oamã; Azerbaijani: qarı, nənə, yaşlı qadın, qoca arvad, ağbirçək; Bashkir: әбей, инәй, ҡарсыҡ; Basque: atso; Belarusian: старая, баба, старушка; Bulgarian: старица; Burmese: အဘွားကြီး, အမယ်ကြီး, အဘွားအို; Cherokee: ᎠᎦᏴᎵᎨᎢ; Chinese Dungan: лопәр, лопәзы; Mandarin: 老婦人, 老妇人, 老太太, 老大媽, 老大妈, 老太婆, 老婦, 老妇, 老嫗, 老妪; Crimean Tatar: qurtqa; Czech: stařena; Dutch: oude vrouw, ouwe vrouw; Estonian: vanaeit; Evenki: атыркан; Finnish: akka; French: vieille, vieille dame, vieille femme; Galician: vella; Georgian: მოხუცი; German: alte Frau, Alte, Greisin, Seniorin; Greek: γριά; Ancient Greek: γρᾴδιον, γραία, γραῖα, γραίδιον, γραΐδιον, γραίη, γραΐς, γραῦς, γρηΰς, γρηῦς, γυνὴ γραῦς, δαλλώ, κύβηξ, πρεσβῦτις, σάρον, τηθία; Hindi: बुढ़िया; Hungarian: öregasszony; Indonesian: ibu tua; Ingrian: ämmä, ämmö, akka, staruhha; Irish: seanbhean, seanchailleach; Japanese: お婆さん, ばばあ, 老婆; Kazakh: кемпір; Khmer: អ្នកចាស់; Korean: 노파(老婆), 로파(老婆), 노부인(老婦人), 로부인(老婦人), 할머니; Kurdish Central Kurdish: پیرەژن, پیرێژن; Kyrgyz: кемпир; Latin: vetula, anus; Latvian: vecene; Ligurian: vêgia; Lithuanian: senė, senutė, senelė; Macedonian: старица; Malayalam: വൃദ്ധ, വയോധിക; Mon: လ ဗြဴ; Mongolian Cyrillic: эмгэн; Northern Ohlone: kétnéts; Ojibwe: mindimooyenh; Persian: پیرزن; Polabian: bobo; Polish: staruszka, baba, babcia, starucha; Portuguese: velha, idosa, anciã; Quechua: chakwas, paya, cakwan; Romanian: bătrână, babă; Russian: старуха, старушка, старица, бабушка, баба, бабка, пожилая женщина; Scots: cailleach, auld wife; Scottish Gaelic: cailleach; Serbo-Croatian Cyrillic: ста̏рица; Roman: stȁrica; Slovak: starena; Slovene: starka; Sorbian Lower Sorbian: baba; Southern Altai: куртуйак, тайнеш, таай эне; Spanish: vieja, anciana, viejita, viejecita, señora mayor; Swedish: gumma; Tajik: пиразан, кампир, аҷуза; Taos: łȉwʼȕʼúna; Telugu: వృద్ధురాలు; Thai: แม่แก่, ยายแก่, หญิงแก่; Turkish: teyze; Ukrainian: стара, старуха, баба, старушка; Uyghur: خوتۇن, ئايلا, ئاپا, ئانا; Uzbek: kampir; Vietnamese: bà lão, bà già