διαίτημα
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
-ατος, τό, mostly in plural,
A food, diet, Hp.VM13; sustenance, provisions, X.Mem.1.6.5: in sg., δ. τὸ καθ' ἡμέραν Arist.Pr. 866b3.
2 pl., rules of life, regimen, especially in regard of diet, Hp. VM3: generally, institutions, customs, Th.1.6, X.Ath.1.8.
3 abode, Hld.2.26; ὁ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. (v.l. ἐνδιαίτημα) Ph.1.160.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
frec. plu.
I 1régimen, género de vida, esp. ref. a la dieta dieta alimenticia τὰ δὲ νῦν διαιτήματα εὑρημένα Hp.VM 3, cf. 13, ὑγιαίνουσι φαίνονται διαφέροντα μεγάλα τὰ τοῖα ἢ τοῖα διαιτήματα Hp.Acut.28, cf. Epid.1.25, Vict.1.32, Gal.6.381.
2 plu. víveres, provisiones διαιτήματα ... σπανιώτερά τε καὶ πολυτελέστερα X.Mem.1.6.5
•en sg. τὸ καθ' ἡμέραν δ. ración diaria de alimentos Arist.Pr.866b3.
3 plu. modos de vida, costumbres Th.1.6, X.Ath.1.8, D.H.1.21, Plu.2.123c, Iambl.Fr.100, D.C.73.5.5
•tb. en sg. πολυδάπανον δ. vida dilapidadora D.S.17.108.
II concr., sólo sg. morada, residencia ἡ πόλις δ. κρειττόνων ἔδοξε Hld.2.26.2
•fig. ὁ δὲ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. Ph.1.160.
German (Pape)
[Seite 580] τό, 1) Lebenseinrichtung, Lebensweise, im plur., Thuc. 1, 6; Xen. Ath. 1, 8. – 2) Lebensunterhalt, Speise, Medic.; τὰ ἐμὰ διαιτήματα Xen. Mem. 1, 6, 5. – 3) Wohnung Hel. 2, 26.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 régime de vie, genre d'alimentation, diète;
2 en gén. genre de vie, règles de vie, mœurs, habitudes ; coutumes, institutions;
3 particul. résidence, habitation.
Étymologie: διαιτάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαίτημα -ατος, τό [διαιτάω] leefregel:; τὰ δὲ νῦν διαιτήματα εὑρήμενα de leefregels die thans ontdekt zijn Hp. VM 3; levensmiddelen:; διαιτήματα... σπανιώτερά τε καὶ πολυτελέστερα de levensmiddelen waren schaarser en duurder Xen. Mem. 1.6.5; leefgewoonten:. σημεῖον... τῶν ποτέ... διαιτημάτων een aanwijzing voor de toenmalige gewoonten Thuc. 1.6.2.
Russian (Dvoretsky)
διαίτημα: ατος τό
1 образ жизни (τὸ καθ᾽ ἡμέραν Arst.);
2 pl. средства питания (διαιτήματα πολυτελέστερα Xen.; τὰ περὶ τὸ σῶμα διαιτήματα Plut.);
3 pl. быт, уклад жизни Thuc., Xen.
Greek Monolingual
το (AM διαίτημα) δίαιτα
ενδιαίτημα, τόπος κατοικίας
αρχ.
συνήθως στον πληθ.
1. δίαιτα, τρόπος ζωής
2. φαγητό, τροφή
3. κατοικία, διαμονή
4. οι συνήθειες, τα έθιμα.
Greek Monotonic
δῐαίτημα: -ατος, τό, κυρίως στον πληθ., κανόνες ζωής, τρόπος, πορεία ή διαδρομή ζωής, διαβίωση, ιδίως σε σχέση προς την τροφή, διατροφή, σε Ξεν.· γενικά, θεσμοί, έθιμα, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαίτημα: τό, συνήθ. κατὰ πληθ., τροφή, δίαιτα, τρόπος ζωῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 56. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κανόνες ζωῆς, τρόπος ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5· καθόλου, ἔξεις, ἔθιμα, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἀθην. 1, 8. 3) διαμονή, κατοικία, Ἡλιόδ. 2. 26.
Middle Liddell
δῐαίτημα, ατος, τό,
mostly in plural rules of life, a mode or course of life, especially in regard of diet, Xen.: generally, institutions, customs, Thuc., Xen.
Lexicon Thucydideum
vitae institutum, disciplina, way of life, principles, 1.6.2.