θριαμβεύω
English (LSJ)
A pf. τεθριάμβευκα Id.Ant.34: (θρίαμβος):—triumph, Plb.6.53.7, Posidon.1 J., Plu. Pomp.45, etc.; ἀπό τινος triumph over, Id.Rom.25, App.Gall.1; κατὰ τῆς πατρίδος Plu.Cor.35, cf. App.BC1.80; ἐπί τινι ib.4.31; also θ. ἐπὶ νίκῃ Hdn.3.9.1; ἀπὸ μάχης Plu.Publ.9: c. acc. cogn., θ. νίκην ἄδακρυν Id.2.318b; δεύτερον θρίαμβον Id.Fab.23.
II lead in triumph, of conquered enemies, τινα Id.Comp.Thes.Rom.4, Ep.Col.2.15:—Pass., -εύεσθαι ὑπό τινος Plu.Cor.35; μηδ' ἐν ἐμοὶ περιίδῃς -εύομενον σεαυτόν Id.Ant.84.
2 lead in triumph, as a general does his army, metaph., ἡμᾶς ἐν Χριστῷ 2 Ep.Cor.2.14.
III divulge, noise abroad, Phot., cf. Suid. s.v. ἐξεφοίτα.
German (Pape)
[Seite 1218] triumphiren, einen Triumph halten, ἀπό τινος, Plut. Rom. 25; τεθριάμβευκα Ant. 841 κατὰ τῆς πατρίδος Cor. 35; ἐπὶ νίκῃ Hdn. 3, 9, 1; θρίαμβον Plut. Fab. 23; τοὺς βασιλεῖς, über die Könige, Rom. et Thes. 4, wie N.T.; pass., ὑπό τινος, von Jem. im Triumph aufgeführt werden, Plut. Coriol. 35 Anton. 84.
French (Bailly abrégé)
1 triompher : θρ. θρίαμβον PLUT célébrer un triomphe ; ἀπό τινος, κατά τινος triompher de qqn;
2 conduire (un captif) dans le cortège triomphal, acc. ; Pass. être conduit au triomphe (comme captif).
Étymologie: θρίαμβος.
Russian (Dvoretsky)
θριαμβεύω: (pf. τεθριάμβευκα)
1 быть триумфатором, совершать триумфальный въезд (в Рим) (στρατηγὸς τεθριαμβευκώς Polyb.): θ. θρίαμβον Plut. справлять триумф; θ. ἀπό или κατά τινος Plut. и θ. τινά NT торжествовать победу над кем-л.; θ. νίκην Plut. праздновать победу;
2 вести за собой в триумфальном шествии (τοὺς βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας Plut.): θριαμβεύεσθαι ὑπὸ τινος Plut. следовать (в качестве пленника) в триумфальном шествии за кем-л.;
3 давать возможность торжествовать, обеспечивать победу (τινὰ ἔν τινι NT).
Greek (Liddell-Scott)
θριαμβεύω: πρκμ. τεθριάμβευκα Πλούτ. ἐν Ἀντ. 34· (θρίαμβος). Ἀπολαύω θριάμβου, Πλούτ., κλ.· θρ. ἀπό τινος, ὡς ἐν τῇ Λατ. triumphare de aliquo, Πλούτ. ἐν Ρωμ. 25, Ἀππ. Κελτικ. 1· κατά τινος Πλούτ. Κοριολ. 35, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 80· ἐπί τινι αὐτόθι 4. 31· τινὰ Ἐπ. π. Κολασ. 2. 15: - ὡσαύτως, θρ. ἐπὶ νίκῃ Ἡρῳδιαν. 3. 9· ἀπὸ μάχης Πλούτ. Ποπλικ. 9· θρ. νίκην ὁ αὐτ. 2. 318Β· θρίαμβον ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 23. ΙΙ. ὁδηγῶ, ἄγω ἐν θριάμβῳ, τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Θησ. καὶ Ρωμ. Συγκρ. 4, Ἐπιστ. π. Κολοσσ., β΄ 15. - Παθ., θριαμβεύεσθαι ὑπό τινος Πλούτ. Κορ. 35· οὕτω λέγει ἡ Κλεοπάτρα πρὸς τὴν σκιὰν τοῦ Ἀντωνίου, μηδ’ ἐν ἐμοὶ περιίδῃς θριαμβευόμενον σεαυτὸν (deduci triumpho Ὁράτ.) ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 84. ΙΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ θριαμβεύσῃ, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. β΄, 14 (ἔνθα τινὲς προτείνουσι νὰ ἐκληθφῇ ἡ λέξις ἐν τῇ σημασ. ΙΙ).
English (Strong)
from a prolonged compound of the base of θροέω; and a derivative of ἅπτομαι (meaning a noisy iambus, sung in honor of Bacchus); to make an acclamatory procession, i.e. (figuratively) to conquer or (by Hebraism) to give victory: (cause) to triumph (over).
English (Thayer)
1st aorist participle θριαμβεύσας; (θρίαμβος, a hymn sung in festal processions in honor of Bacchus; among the Romans, a triumphal procession (Latin triumphus, with which word it is thought to be allied; cf. Vanicek, p. 317));
1. to triumph, to celebrate a triumph (Dionysius Halicarnassus, Appendix, Plutarch, Hdian, others); τινα, over one (as Plutarch, Thes. and Rom. comp. 4): Winer's Grammar, p. 23and § 38,1 (cf. Buttmann, 147 (129))), with the accusative of a person, to cause one to triumph, i. e. metaphorically, to grant one complete success, Lightfoot on Colossians, the passage cited).
Greek Monolingual
(ΑΜ θριαμβεύω) θρίαμβος
νεοελλ.-μσν.
1. αναδεικνύομαι νικητής, επιτυγχάνω περιφανή νίκη
2. σημειώνω μεγάλη επιτυχία («θριάμβευσε στις γενικές εκλογές»)
Greek Monotonic
θριαμβεύω: μέλ. -σω, παρακ. τεθριάμβευκα (θρίαμβος)·
I. κατακτώ, επικρατώ, σε Πλούτ., κ.λπ.· θριαμβεύω ἀπό τινος ή κατά τινος, Λατ. triumphare de aliquo, στον ίδ.· επίσης, θριαμβεύω τινά, σε Καινή Διαθήκη
II. οδηγώ σε θρίαμβο, τινά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
θριαμβεύω, θρίαμβος
I. to triumph, Plut., etc.; θρ. ἀπό τινος or κατά τινος Lat. triumphare de aliquo, Plut.; also, θρ. τινά NTest.
II. to lead in triumph, τινά Plut.
Chinese
原文音譯:qriambeÚw 特里-暗表哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:勝利(喧囂-觸摸)
字義溯源:組成歡呼行列,誇勝,帥領誇勝;由(θροέω)=喧鬧)與(ἅπτω)=連接,雜亂音調)組成;其中 (θροέω)出自(θρέμμα)X*=哭泣),而 (ἅπτω)出自(ἅπτω / περιάπτω)*=連結,點火)
出現次數:總共(2);林後(1);西(1)
譯字彙編:
1) 領⋯誇勝(1) 西2:15;
2) 帥領⋯誇勝(1) 林後2:14