μεγαλορρήμων
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
μεγαλορρήμον, gen. ονος, talking big, LXX Ps.11(12).4, Men.Prot.p.11 D.; in good sense, magniloquent, arrogant, Philostr.VA6.11. Adv. μεγαλορρημόνως = arrogantly Poll.9.147.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλορρήμων: -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, ὑπερήφανος, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. μεγαλορρημόνως, Πολυδ. Θ΄, 147· ― μεγᾰλορρημονέω, εἶμαι μεγαλορρήμων, καυχηματίας, Στράβ. 601· ― μεγαλορρημονία, ἡ, καύχησις, κομπορρημοσύνη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ μεγᾰλορρημοσύνη, ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3).
Greek Monolingual
-ον (Α μεγαλορρήμων, -ον)
αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιολόγος
αρχ.
(με καλή σημασία) στομφώδης, πομπώδης.
επίρρ...
μεγαλορρημόνως (Α)
με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπορρήμων].
German (Pape)
ον, großsprecherisch, Vetera Lexica
• Adv., Poll. 9.147.