προγραμματισμός
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
ο, Ν
1. το αποτέλεσμα του προγραμματίζω, η κατάστρωση προγράμματος, σχεδιασμός ενεργειών και πράξεων που θα γίνουν στο μέλλον
2. (οικον.) η κατάρτιση μερικότερων προγραμμάτων που συναρθρώνονται σε ένα αρμονικό σύνολο με το οποίο επιδιώκεται η επίτευξη προκαθορισμένων οικονομικών μέτρων με δοσμένα μέσα και σε ορισμένο χρόνο
3. φρ. α) (πληροφορ.) μέθοδος παραγωγής μιας σειράς από διαδοχικές εντολές, η εκτέλεση τών οποίων θα έχει ως αποτέλεσμα την επίλυση ενός σύνθετου προβλήματος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή χωρίς την ενδιάμεση παρέμβαση του χειριστή
β) «γλώσσα προγραμματισμού»
(πληροφορ.) η γλώσσα την οποία μπορεί να δεχθεί ένας δεδομένος ηλεκτρονικός υπολογιστής, δηλαδή οι εντολές που πρέπει να του δοθούν και οι οποίες τελικά θα «μεταφραστούν» σε δυαδικό κώδικα μηχανής, τον μόνο που είναι σε θέση να «καταλάβει» ο υπολογιστής ώστε το πρόγραμμα να είναι εκτελέσιμο
γ) «προγραμματισμός επιχείρησης»
(οικον.) ο καθορισμός του τρόπου λειτουργίας μιας επιχείρησης και η θέσπιση προτεραιοτήτων με την κατάρτιση και εφαρμογή προγραμμάτων δράσης, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη βελτίωση του οικονομικού αποτελέσματος σε συνάρτηση με τα υπάρχοντα μέσα
δ) «προγραμματισμός παραγωγής» — το αρμονικό σύνολο που περιλαμβάνει το ποσοτικό πρόγραμμα παραγωγής, το πρόγραμμα χρησιμοποίησης τών εγκαταστάσεων, το πρόγραμμα εργασίας, το πρόγραμμα του εφοδιασμού και το πρόγραμμα τών άμεσων και έμμεσων δαπανών παραγωγής
ε) «μαθηματικός προγραμματισμός»
μαθημ. τομέας τών εφαρμοσμένων μαθηματικών που αναφέρεται σε προβλήματα ελαχιστοποίησης υπό ορισμένες συνθήκες συναρτήσεων οι οποίες εκφράζουν ένα μαθηματικό, φυσικό ή οικονομικό μέγεθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προγραμματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην Καλλιόπη Κεχαγιά].