προκύπτω

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκύπτω Medium diacritics: προκύπτω Low diacritics: προκύπτω Capitals: ΠΡΟΚΥΠΤΩ
Transliteration A: prokýptō Transliteration B: prokyptō Transliteration C: prokypto Beta Code: proku/ptw

English (LSJ)

A point forwards and downwards, ἄκρος ὁ ποὺς ἧσσόν τι -κύπτειν ἐθέλει ἐς τοὔμπροσθεν (in dislocations) Hp.Art.59.
2 stick one's head out, peep out, ἐκ τοῦ δίφρου D.C.64.6; διά τινων ὀπῶν S.E.M. 7.350, cf. 364: c. gen., τῆς καλύβης Alciphr.3.30; θυρίδων Babr.116.3.
3 peep out, emerge, ἔξω τείχους Ar.Av.496; of things, τιτθίον Id.Ra.415; γλῶττα Luc.Alex.12; κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου π. Id.Merc. Cond.34; ἐξ ὠδίνων προὔκυψε τὸ βρέφος Porph.Gaur.16.5, cf. S.E.M. 5.65: metaph., τὸ νοητικὸν π. Lysis ap. Iamb.VP17.77; ὅσα π. ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως Dam.Pr.85; ἐπ' ἄκρων τῶν χειλῶν π. τις λόγος (prob. for ὑπερ-) Aristaenet.2.10.
4 Medic., suffer from prolapsus, of the iris, Gal.12.716; of the omentum, Id.18(1).97.
5 flow out, of water, Porph. in Cat.104.21.
II stoop before, of a hunchback, οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plu.2.633d.

German (Pape)

[Seite 732] sich vorwärts od. vornüber bücken, beugen, neigen; ἄρτι προκύπτω ἔξω τείχους, Ar. Av. 496, hervorragen, -gucken; προκύψας εἰς τὸ ἐμφανέστερον, Luc. Conviv. 37; γλῶσσα προκύπτει, Alex. 12; komisch bei Plut. Symp. 2, 1 προκύπτειν τῆς πόλεως von einem Bucklichen, statt προεστάναι.

French (Bailly abrégé)

1 baisser la tête en avant (pour regarder) ; en gén. se pencher en avant de, gén.;
2 être suspendu sur ; être prêt à sortir.
Étymologie: πρό, κύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κύπτω uitsteken:. ἄκρος... ὁ ποὺς ἧσσόν τι προκύπτειν ἐθέλει het voorste deel van de voet heeft de neiging wat minder uit te steken Hp. Art. 59. tevoorschijn komen:. προκύπτω ἔξω τείχους ik steek mijn hoofd buiten de muur Aristoph. Av. 496; κατεῖδον... τιτθίον προκύψαν ik zag een tietje tevoorschijn komen Aristoph. Ran. 412.

Russian (Dvoretsky)

προκύπτω: наклонившись выглядывать, высовываться (διὰ ὀπῶν Sext.): ἄρτι προκύπτω ἔξω τείχους Arph. едва успел я выйти за (городские) стены; χιτωνίου παραρραγέντος π. Arph. высовываться (т. е. виднеться) из разорванного платья; οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plut. (об одном горбатом государственном деятеле в шутку говорили, что он) не наблюдает за городом, а нагибается (над ним).

Greek (Liddell-Scott)

προκύπτω: [ῡ] μέλλ. -ψω, κύπτω πρὸς τὰ ἔξω οὕτως ὥστε νὰ βλέπω, ἔξω τείχους Ἀριστοφ. Ὄρν. 496· ἐκ τοῦ δίφρου Δίων Κ. 64. 6· διά τινων ὀπῶν Σέξτ. Ἐμπ. 7. 350, πρβλ. 364· καὶ μετὰ γεν., τῆς καλύβης Ἀλκίφρων 3. 30· θυρίδων Βάβρ. 116. 3· ― ἐπὶ πραγμάτων, οἷον ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, προκύπτει ἄκρος ποὺς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825· τιτθίον Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· γλῶττα Λουκ. Ἀλέξ. 12· κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου πρ. ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34· ― μεταφορ., τὸ νοητικὸν πρ. Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 77· ἀπ’ ἄκρων τῶν χειλῶν προκύπτει τις λόγος Ἀρισταίν. 2. 10· πρβλ. παρακύπτω. ΙΙ. κύπτω ἐνώπιόν τινος, οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Πλούτ. 2. 633D.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά του παραθύρου», Παπαδ.
β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων)
νεοελλ.
1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά»)
2. (ως τριτοπρόσ.) προκύπτει
συνάγεται ως συμπέρασμα, ως αποτέλεσμα, απορρέει («από αυτόν τον συλλογισμό προκύπτει ότι...»)
μσν.
βγαίνω στο παράθυρο («κυράδες... προκύψατε, βηλαρικὰς ἐπάρετε κεντήκλας», Πρόδρ.)
αρχ.
1. σκύβω, γέρνω προς τα εμπρός και προς τα κάτω
2. ξεπροβάλλω, ξεμυτίζω, προεξέχω (α. «ἐξ ὠδίνων προύκυψε τὸ βρέφος», Προφ.
β. «κἄρτι προκύπτω ἔξω τοῦ τείχους», Αριστοφ.)
3. εξέρχομαι, εξάγομαι («ὅσα προκύπτει ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως», Δαμάσκ.)
4. ιατρ. πάσχω από πρόπτωση οργάνου
5. σκύβω μπροστά σε κάποιον, υποκύπτω σε κάποιον («οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι», Πλούτ.)
6. (για νερό) ξεπηδώ, αναβλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κύπτω «σκύβω»].

Greek Monotonic

προκύπτω: μέλ. -ψω, σκύβω και λυγίζω προς τα εμπρός, κρυφοκοιτάζω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
to stoop and bend forward, to peep out, Ar.