προσεξερείδομαι

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξερείδομαι Medium diacritics: προσεξερείδομαι Low diacritics: προσεξερείδομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΡΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: prosexereídomai Transliteration B: prosexereidomai Transliteration C: proseksereidomai Beta Code: prosecerei/domai

English (LSJ)

Med., aor. inf. -ερείσασθαι, support oneself by, ταῖς χερσί Plb.3.55.4.

German (Pape)

[Seite 760] sich worauf stützen, ταῖς χερσί, Pol. 3, 55, 4.

French (Bailly abrégé)

s'appuyer fortement sur, τινι.
Étymologie: πρός, ἐξερείδομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσεξερείδομαι: опираться, упираться (ταῖς χερσί Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεξερείδομαι: Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.

Greek Monolingual

Α
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτιὁπότε πεσόντες βουληθεῖεν ἢ τοῖς γόνασιν ἢ ταῖς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»].

Greek Monotonic

προσεξερείδομαι: Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.

Middle Liddell

Pass. to support oneself by, ταῖς χερσί Polyb.