προσηγορία

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηγορία Medium diacritics: προσηγορία Low diacritics: προσηγορία Capitals: ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: prosēgoría Transliteration B: prosēgoria Transliteration C: prosigoria Beta Code: proshgori/a

English (LSJ)

ἡ,
A friendly greeting, familiarity, Plu.2.709b, D.L.3.98.
II addressing, ἡ κατὰ τοὔνομα προσηγορία Arist.Cat.1a13; τῷ σχήματι τῆς προσηγορίας ib.3b14: hence, appellation, name, Isoc.15.284, Com.Adesp.143, D.6.25, Arist.Pol.1275a6, Thphr. HP 3.3.6, Plb.3.49.5, D.H.Comp.26, D.S.16.50, Quint.Inst.1.4.21; title, ἡ τοῦ ἄρχοντος προσηγορία IG22.1110.
2 Gramm., common noun, Zeno Stoic. 1.19, D.H.Amm.2.11, etc.; but ἡ προσηγορία ὡς εἶδος τῷ ὀνόματι ὑποβέβληται D.T.634.6.

German (Pape)

[Seite 764] ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας ταύτῃ (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich βασιλεύς, τύραννος, Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im Gegensatz des proprium, D. L. 7, 58.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action d'adresser la parole à, action de saluer;
2 action d'appeler par son nom ; dénomination, nom ; t. de gramm. nom commun, substantif.
Étymologie: προσήγορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσηγορία -ας, ἡ [προσήγορος] naam, benaming; ook van bijnaam; περιφέρων προσηγορίαν τὸν Κοριολανόν de bijnaam Coriolanus dragend Plut. Cor. 23.4; gramm. (zelfstandig) naamwoord.

Russian (Dvoretsky)

προσηγορία:
1 дружеское обращение, приветливость (ἡ διὰ τῆς προσηγορίας φιλανθρωπία Diog. L.);
2 название, наименование Isocr., Dem.: ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arst. прозвище;
3 грам. (в отличие от ὄνομα) нарицательное имя (ἔστι προσηγορία μέρος λόγου σημαῖνον κοινὴν ποιότητα Diog. L.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσήγορος
ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ' αὐτοῦ τοῦ συμπτώματος», Πολ.)
μσν.-αρχ.
1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ προσηγορίαι γλυκεῖαι», Κλήμ.)
2. τρόπος ομιλίας, τρόπος διατύπωσης («τίς γὰρ ποτε Ἑλλήνων ἐχρήσατο τῇ "ἐνωτίζου" προσηγορίᾳ ἀντὶ τοῦ εὐς τὰ ὦτα δέξαι...;», Ωριγ.)
3. το κύριο όνομα κάποιου προσώπου («θεός, ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν», Μέγ. Βασ.)
4. το να κατονομάζεται κάτι, η μνεία («ἡ δεκάλογος προσηγορία σωτήριον ἁμαρτιῶν περιγράφουσα», Κλήμ.)
5. όρος, ρήτρα («τὰς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῖς πράγμασιν ἔθεντο, "ἀποταγήν"... και "ὑποταγήν"...», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
γραμμ. όνομα προσηγορικό, κοινό όνομα.

Greek Monotonic

προσηγορία: ἡ, ονομασία, όνομα, σε Ισοκρ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προσηγορία: ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, ἀσπασμός, πρόσρησις, προσφώνησις, Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. ὀνομασία, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν ὄνομα, ὄνομα προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα, n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.

Middle Liddell

προσηγορία, ἡ, [from προσηγορέω
an appellation, name, Isocr., Dem.

Translations

common noun

Armenian: հասարակ անուն; Azerbaijani: umumi isim; Bashkir: уртаҡ исем; Belarusian: агульнае і́мя, і́мя агульнае, і́мя назоўнае, і́мя звычайнае; Bulgarian: нарицателно име, съществително нарицателно име; Cebuano: pangsagaran; Central Dusun: boros ngaran koizaai; Chinese Mandarin: 普通名詞/普通名词; Czech: obecné jméno; Danish: appellativ, fællesnavn; Dutch: soortnaam; Esperanto: komuna substantivo; Faroese: felagsnavn; Finnish: yleisnimi, appellatiivi; French: nom appellatif, nom commun; Galician: nome común; Georgian: საზოგადო სახელი, საზოგადო არსებითი სახელი; German: Gattungsname, Gattungsbezeichnung, Appellativ, Appellativum; Greek: κοινό ουσιαστικό; Ancient Greek: προσηγορία; Hungarian: köznév; Icelandic: samnafn; Irish: ainmfhocal coitianta; Italian: nome comune; Japanese: 普通名詞, 一般名詞; Kalmyk: шишлң нерн; Khmer: សាធារណនាម, នាមសាធារណ៍; Korean: 보통명사(普通名詞); Kurdish Northern Kurdish: navdêrê giştî; Latvian: sugas vārds; Malay: kata nama am; Malayalam: സാമാന്യനാമം; Norwegian: appellativ, fellesnavn, samnamn; Occitan: nom comun; Old English: ġemǣnelīċ nama; Polish: rzeczownik pospolity, apelatiwum, appellativum, apelatyw, nazwa pospolita; Portuguese: substantivo comum; Romanian: substantiv comun; Russian: имя нарицательное, апеллятив; Scottish Gaelic: ainmear gnàthach; Spanish: nombre común, sustantivo común; Swedish: appellativ; Tagalog: pangngalang pambalana; Thai: สามานยนาม; Turkish: cins isim; Ukrainian: загальна назва; Vietnamese: danh từ chung; Welsh: enw cyffredin