σεληνίτης

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνίτης Medium diacritics: σεληνίτης Low diacritics: σεληνίτης Capitals: ΣΕΛΗΝΙΤΗΣ
Transliteration A: selēnítēs Transliteration B: selēnitēs Transliteration C: selinitis Beta Code: selhni/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, ὁ,
A moon-stone, selenite, i.e. foliated sulphate of lime, so called because it was supposed to wax and wane with the moon, Dsc.5.141, Procl.Sacr.p.149 B.
2 οἱ Σεληνῖται the men in the moon, Luc.VH1.18: fem. -ίτιδες, γυναῖκες Herodor.21 J.
b a people of Arcadia, Dionys. Chalcidensis ap. Sch.A.R.4.264.

German (Pape)

[Seite 870] ὁ, fem. σεληνῖτις, aus dem Monde, vom Monde, mondähnlich; λίθος, Gypsselenit, Marienglas, Diosc., sonst ἀφροσέληνος, Mondschaum.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
habitant de la lune.
Étymologie: σελήνη.

Russian (Dvoretsky)

σεληνίτης: ου (ῑ) ὁ селенит, житель луны Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνίτης: λίθος, [ῑ], ὁ, ὁ ἀπὸ τῆς σελήνης λίθος, δηλ. θειικὴ ἄσβεστος φυλλώδης κληθεῖσα οὕτως ἐπειδὴ ἐπιστεύετο ὅτι ηὐξάνετο καὶ ἐμειοῦτο συμφώνως πρὸς τὰς φάσεις τῆς σελήνης, Διοσκ. 5. 159, Ψελλ. παρὰ τῷ Ideler Phys. 1. 246. Ἐνίοτε ἐχρησίμευεν ὡς ὕαλος παραθύρων (ὅθεν καὶ ἐκαλεῖτο φεγγίτηςὡσαύτως λέγεται καὶ ἀφροσέληνος, τῆς σελήνης ἀφρός. 2) οἱ Σεληνῖται, οἱ τῆς σελήνης κάτοικοι, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 18. 3) λαός τις Ἀρκαδικός, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 264.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. σεληνῑτις, Α
νεοελλ.
(ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό του ασβεστίου, το οποίο αποτελεί πολύ καθαρή ποικιλία γύψου
αρχ.
1. ως κύριο όν. ὁ Σεληνίτης και ἡ Σελινῑτις
α) ο Σεληναίος, φανταστικός κάτοικος της σελήνης («... οἱ Ήλιῶται καὶ οἱ σύμμαχοι πρὸς τοὺς Σεληνίτας», Λουκιαν.)
β) στον πληθ. οἱ Σεληνῖται
λαός της Αρκαδίας
2) φρ. «σεληνίτης λίθος» — η θειική άσβεστος, που ονομάστηκε έτσι επειδή πιστευόταν ότι η μάζα της ελαττώνεται ή μεγεθύνεται ανάλογα με τις φάσεις της Σελήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ίτης (πρβλ. ποταμίτης)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεληνίτης -ου [σελήνη] adj. maan-; subst. maanbewoner.