χιλός
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
(χειλός, Ael.Dion.Fr.323 (cf. 397)), ὁ (ἡ Babr.46.3),
A green fodder for cattle, esp. for horses and beasts of burden, forage, provender, Hdt.4.140, X.An.1.9.27; τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο ib.4.5.25; of soldiers, λαμβάνειν χιλόν = forage, Id.Cyr.6.3.5; πρὸς χ. διατελέσαι (sc. τὴν ὁδόν) complete a stage for forage, Id.An.1.5.7; ἵπποις χ. ἐμβαλεῖν, παραβάλλεσθαι (Pass.), Plu.Eum.9, 2.678a; ξηρὸς χειλός = hay, X.An.4.5.33.
2 later, pasturage, Babr. l.c.
German (Pape)
[Seite 1356] ὁ, grünes Viehfutter, bes. für Pferde; Her. 4, 140; Xen. Cyr. 5, 4,40; Sp., wie Ael. H. A. 7, 8; ξηρός, Heu, Xen. An. 4, 5,33.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fourrage vert, pour la nourriture des chevaux : λαμβάνειν χιλόν XÉN fourrager ; qqf gazon sec.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
και χειλός, ό, και κατά τον Ησύχ. χιλόν, τὸ, Α
1. χλωρή τροφή για υποζύγια («τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο», Ξεν.)
2. νομή, βοσκή
3. (σε συνεκφορά με το ξηρός) σανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τα: τσεχ. žir «θρέψη, τροφή» και ρωσ. žir «λίπος, λαρδί» παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
Greek Monotonic
χιλός: -οῦ, ὁ, πράσινος σανός για βόδια, βοσκή, ξηρά τροφή, σε Ηρόδ., Ξεν.· προέρχεσθαι ἐπὶ χιλόν, προχωρώ προς ανεύρεση τροφής, σε Ξεν.· χιλὸς ξηρός, ξερό χόρτο, σανός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χῑλός: ὁ зеленый корм, фураж Her., Plut.: προέρχεσθαι ἐπὶ χιλόν Xen. отправляться на заготовку фуража; χ. ξηρός Xen. сено.
Middle Liddell
χιλός, οῦ, ὁ,
green fodder for cattle, forage, provender, Hdt., Xen.; προέρχεσθαι ἐπὶ χιλόν to go on to forage, Xen.:— χ. ξηρός hay, Xen.
Frisk Etymology German
χιλός: {khīlós}
Grammar: m. (f.)
Meaning: grünes Viehfutter, Gras, Weide (Hdt., X., Plu., Babr. u.a.), -ή f. ib. (Gal., Suid.).
Composita: Als Vorderglied in χιλήγονος (-η- metr.) als Futter gewachsen (Nik.), als Hinterglied u.a. in βούχιλος Rinder ernährend (A. in lyr., AP).
Derivative: Davon 1. χιλόω füttern, auf die Weide führen (X.), -οῦσθαι· παχύνεσθαι, σιτίζεσθαι H., mit -ωμα n. Futter (Agatharch.), -ωτήρ m. Futtersack (Pap., Poll., H.); 2. -εύω ib., auch intr. weiden (Thphr., Nik.).
Etymology: Unerklärt. Machek Stud. in hon. Dečev 54f. vergleicht čech. žir Mast, Mästung, Futter, russ. žir Fett, Speck. Andere Erklärungen des slav. Wortes bei Vasmer s.v. —Frühere Vorschläge, alle unhaltbar, bei Bq.
Page 2,1100
Mantoulidis Etymological
ὁ (=χλωρό χορτάρι, τροφή γιά τά ζῶα) καί χειλός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χιλόω (=τρέφω μέ χορτάρι), χίλωμα, χιλωτήρ (=τό σακούλι πού ἔχει τήν τροφή τοῦ ζώου).