ἀνδριάς
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ὁ, gen. ἀνδριάντος (Att. ἀνδριᾶντος, acc. to Hdn.Gr.1.51): (ἀνήρ):—image of a man, statue, Pi.P.5.40, Hdt.1.183, 2.91, Ar.Pax1183, Th. 1.134, etc.; ἀνδριάντας καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα Pl.R.515a; ἀνδριάντας γράφειν = paint statues, ib.420c; especially of portrait-statues, ἀνδριὰς εἰκονικός Plu.Lys.1; ἀνδριὰς ὁλοσώματος IG12(7).240 (Amorgos); ἀνδριὰς ἔφιππος SIG730.26 (Olbia); of female figures, Ath.10.425f, etc.; of men, opp. ἀγάλματα of the gods, Gorg.Hel.18, Plb.21.29.9; rarely of gods, GDI5421 (Delos): prov., λάλος, οὐκ ἀνδριάς Luc.Vit.Auct.3; ἀπαθὴς ὡς ἀνδριὰς Arr.Epict.3.2.4; ἀνδριάντος γυμνότερος D.Chr.34.3: ironically, τὸν καλὸν ἀνδριάντα, a mother's term of endearment, D.18.129; μακρὸν ἀνδριάντα παίζειν, a kind of game, Thphr.Char.27.12.
Spanish (DGE)
-άντος, ὁ
• Morfología: [át. ἀνδριᾶντος según Hdn.Gr.1.51; dat. ἀδριάντι IG 5(2).152 (Tegea)]
I 1estatua de hombres ἀνδριάντες δύο ἑστᾶσι λίθινοι μεγάλοι Hdt.2.91, cf. 2.110, Men.Dysc.159, τὸν ἀνδριάντα τὸν Πανδίονος Ar.Pax 1183, χαλκοῦς ἀνδριάντας Pythag.B 25, Th.1.134, ἀνδριάντων ποίησις Gorg.B 11.18, ἀνδριάντας ... ποιέν Dialex.6.8, ἀνδριάντα γράφοντας pintando una estatua Pl.R.420c, ἀνδριάντα χαλκοῦν ἐργάσασθαι Pl.Erx.402a, χρυσοῦν ἀνδριάντα ἀποτῖσαι Arist.Fr.412, cf. 416, στολίδας τῶν ἀνδριάντων Arist.Aud.802a38, θᾶσαι τὸν ἀνδριάντα Theoc.Ep.17.1, ἀνάθεσις ἀνδριάντος Chrysipp.Stoic.3.48, cf. Pi.P.5.40, Hdt.1.183, 4.15, Ar.Au.1115, Pl.R.514c, Euthd.299c, X.Mem.3.10.6, cf. Scyl.Per.112
•de mujeres, Ath.425f
•de estatuas-retrato εἰκονικός Plu.Lys.1, al. ἀνδριὰς ἔφιππος = estatua ecuestre, IPE 12.34.26 (Olbia), ἀνδριὰς ὁλοσώματος = estatua de cuerpo entero, IG 12(7).240.29 (Amorgos III d.C.)
•en comparaciones, etc. ἀπαθὴς ὡς ἀ. impasible como una estatua Arr.Epict.3.2.4, ἀνδριάντος γυμνότερος D.Chr.34.3
•esp. μερισμὸς ἀνδριάντων tasa para la erección y reparación de estatuas pagada individualmente ὑπ(ὲρ) με(ρισμοῦ) ἀνδ(ριάντων) δραχ(μὰς) δύω OBrüss.36 (II d.C.), cf. AfP 6.219 (II d.C.), Stud.Pal.20.230.5 (IV d.C.), Ostr.1152
•μακρὸν ἀνδριάντα παίζειν = jugar a la gran estatua (juego desconocido), Thphr.Char.27.12.
2 esp. de dioses y emperadores imagen χαλκοῦν Ἀθηνᾶς ἀνδριάντα Plb.4.78.3, cf. OGI 200.30 (IV d.C.), 705.6, 708.11 (II d.C.), PSI 204.5, 13 (II d.C.), BGU 362.7.4 (III d.C.).
II fig.
1 de cosas que recuerdan las estatuas por su mutismo, insensibilidad, etc., estatua ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐχ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι Luc.Vit.Auct.3, irón. de un presumido τὸν καλὸν ἀνδριάντα καὶ τριταγωνιστὴν ἄκρον ἐξέθρεψέ σε = te crió como hermoso petimetre y excelente actor de tercera fila D.18.129.
2 imagen, modelo de Job ἀνδριάντα δὲ αὐτὸν ὑπομονῆς καὶ παραπλήσεως Olymp.M.93.393C.
3 forma corporal, estampa, tipo δυσγενὴς τὸν ἀνδριάντα καὶ τὸν πηλόν Gr.Naz.M.35.1241A.
• Diccionario Micénico: a-di-ri-ja-te, a-di-ri-ja-pi.
German (Pape)
[Seite 217] άντος, ὁ, Bild eines Mannes, Bildsäule, Pind. P. 5, 40; Ar. P. 1 149; von Her. an oft in Prosa; vgl. bes. Xen. Mem. 3, 10, 6 ff., χαλκοῖ, λίθινοι u. dgl.; Plat. Rep. IV, 420 c ἀνδριάντας γράφειν, gew. von Gemälden erkl. (die sonst als γραφαί neben ἀνδριάντες genannt werden, Plut., vgl. B. A. 82 ἄγαλμα καὶ γραφὴν καὶ ἀνδριάντα ἀδιαφόρως). vielleicht richtiger: anmalen die Bildsäulen. Spottend von einem Menschen: Püppchen, Dem. 18, 129, wie nach B. A. 394 die Mütter ihre Kinder nennen: ὁ καλὸς ἀνδριάς μου.
French (Bailly abrégé)
άντος (ὁ) :
statue d'homme, statue en gén.
Étymologie: ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδριάς: άντος ὁ
1 статуя, изваяние, фигура, Pind., Her., Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst.;
2 ирон. кукла, истукан (ὁ καλὸς ἀ. Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριάς: ὁ, γεν. ἀνδριάντος (Ἀττ. ἀνδριᾶντος, κατὰ Ἰω. Ἀλεξ. τονικὰ παραγγέλμ. 8): (ἀνήρ) = - ὁμοίωμα ἀνδρός, «λέγεται δὲ ἀνδριὰς καὶ τὸ ἄγαλμα, καὶ ὁ ἐκ χαλκοῦ καὶ ξύλου καὶ χρυσίου καὶ τῆς ἄλλης ὕλης ὅση δύναται δέξασθαι καὶ κατέχειν εἶδος ... λέγεται μέντοι καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ζῴων καταχρηστικῶς ἀνδριάς» Α. Β. σ. 394, 32 κἑξ., ἀμφ’ ἀνδριάντι σχεδὸν Πινδ. Π. 5, 53· ἀνδριὰς δυώδεκα πηχέων, χρύσεος, στερεὸς Ἡρόδ. 1. 183., 2. 91, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1183, Θουκ. 1. 134. κτλ.· ἀνδριάντας καὶ ἄλλα ζῷα λίθινα καὶ ξύλινα Πλάτ. Πολ. 514Β· πρβλ. ἄγαλμα: - αὐτόθι 420C, ἀνδριάντας γράφειν, χρωματίζειν, ζωγραφεῖν ἀνδριάντας (οὐχὶ εἰκόνας), ἴδε Σταλλβ., (ἐν τούτοις πρβλ. Meineke Μένανδρ. σ. 53): - παροιμ. ἀνδριάντος ἀφωνότερος Συνέσ. 55 D· γυμνότερος Δίων Χρ. 2. 34: εἰρωνικῶς, νευρόσπαστον, τὸν καλὸν ἀνδριάντα καὶ τριταγωνιστὴν ἄκρον ἐξέθρεψέ σε Δημ. 270. 11. - «ἀνδριάντα: ὡς ἐν τῇ συνηθείᾳ λέγουσιν αἱ μητέρες περὶ τῶν υἱῶν, ‘ὁ καλὸς ἀνδριάς μου’» Α. Β. 394, 29.
English (Slater)
ἀνδρῐάς statue τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν (P. 5.40) ἑκατοντορόγυιον ἀνδριάντα (sequ. ἀφ' οὗ τῆς κινήσεως τῶν ποδῶν τὸν Νεῖλον πλημμυρεῖν. Σ ad Arat. Phaen. 283: δαίμονα coni. Wil., cll. Philostr., Ap. Tyan. 6. 26) fr. 282.
Greek Monolingual
βλ. ανδριάντας.
Greek Monotonic
ἀνδριάς: ὁ, γεν. -άντος (ἀνήρ), ομοίωμα ανδρός, άγαλμα, ανδριάντας, σε Ηρόδ., Αττ.
Frisk Etymological English
See also: ἀνήρ
Middle Liddell
ἀνήρ
the image of a man, a statue, Hdt., Attic
Frisk Etymology German
ἀνδριάς: {andriás}
See also: s. ἀνήρ.
Page 1,105
English (Woodhouse)
effigy, of a human being, statue of a man
Mantoulidis Etymological
(=ὁμοίωμα ἀνδρός, ἄγαλμα). Ἀπό τό ἀνήρ ἀνδρός. Σύνθετες λέξεις: ἀνδριαντοποιῶ, ἀνδριαντοποιός, ἀνδριαντοποιία, ἀνδριάντιον (ὑποκορ. τοῦ ἀνδριάς), ἀνδριαντοειδής, ἀνδριαντοπλάστης, ἀνδριαντοπλαστική.
Léxico de magia
ὁ estatua, figura con forma humana que se modela o se graba con rostro de león ἔστιν δὲ ὁ γλυφόμενος εἰς τὸν λίθον Ἡλίωρος ἀνδριὰς λεοντοπρόσωπος lo que hay grabado en la piedra de Heliorus es una figura de hombre con rostro de león P I 144 ἀ. λεοντοπρόσωπος περιεζωσμένος, κρατῶν τῇ δεξιᾷ ῥάβδον una figura de hombre con rostro de león, ceñida, sosteniendo una varilla en su mano derecha P IV 2112 con tres cabezas λαβὼν κηρὸν Τυρρηνικὸν πλάσον ἀνδριάντα ..., ἤτω δὲ τρικέφαλος toma cera tirrénica y modela una estatua que tenga tres cabezas P IV 3132 sin definir κηρίον ἀκάπνιστον λάβε καὶ ποίησον ἀνδριάντα toma cera que no produce humo y haz una figura SM 97ue 13 SM 97ue 18 SM 97ue 22 SM 97ue 32
Lexicon Thucydideum
Translations
statue
Afrikaans: standbeeld; Albanian: statujë, shtatore; Arabic: تِمْثال, دُمْيَة; Egyptian Arabic: تمثال; Armenian: արձան, անդրի; Asturian: estatua; Azerbaijani: heykəl; Balinese: arca, togog; Basque: estatua; Belarusian: статуя; Bengali: মূর্তি; Bikol Central: pararangpan; Braj: मूरत; Breton: delwenn; Bulgarian: статуя; Burmese: ရုပ်ထု, ရုပ်တု; Catalan: estàtua; Cebuano: estatuwa; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⴻⴱⴷⴰⴷ; Chinese Cantonese: 雕像, 塑像; Hakka: 雕像, 塑像; Mandarin: 雕像, 塑像; Min Nan: 雕像, 塑像; Chuukese: nios; Coptic: ⲙⲏⲓⲛⲓ; Corsican: statua; Cree: ᐊᔨᓯᓂᐦᑳᐣ; Czech: socha; Danish: statue; Dutch: standbeeld; Elfdalian: staty; Esperanto: statuo; Estonian: kuju; Faroese: standmynd; Fijian: vakatākarakara; Finnish: kuvapatsas, patsas; French: statue; Galician: estatua; Georgian: ქანდაკება, სტატუა; German: Statue, Standbild; Greek: άγαλμα; Ancient Greek: ἄγαλμα, ἄζαλμα, ἀνδρείκελον, ἀνδριάς, ἀπεικόνισμα, ἀπεικονισμός, ἀφίδρυμα, βρέτας, δείκελον, δείκηλον, εἶδος, εἴδωλον, εἰκόνη, εἰκόνιον, εἰκόνισμα, εἰκονογραφία, εἰκών, ἐκτύπωμα, ἵδρυμα, κολοσσός, κολοττός, ξόανον, σίγνον, τύπος; Greenlandic: inuusaliaq; Gujarati: પ્રતિમા; Haitian Creole: estati; Hawaiian: kiʻi, kiʻi kālai ʻia; Hebrew: פֶּסֶל; Hindi: प्रतिमा, मुर्ती, मूरत; Hungarian: szobor; Icelandic: stytta; Ido: statuo; Ilocano: estátua; Indonesian: patung; Irish: dealbh, íomhá; Italian: statua; Japanese: 像, 彫像, 塑像; Javanese Carakan: ꦉꦕ; Roman: reca; K'iche': atz; Kabardian: сын; Kannada: ಪ್ರತಿಮೆ; Kazakh: мүсін; Khmer: រូបចំលាក់, រូប; Korean: 조상(彫像), 조각상, 상; Kurdish Northern Kurdish: peykel, heykel, senem, pût, kelwaş; Kyrgyz: статуя, айкел; Lao: ຮູບປັ້ນ; Latin: statua; Latvian: statuja; Limburgish: standjsbeildj; Lingala: ekeko; Lithuanian: statula; Luxembourgish: Statu; Macedonian: статуа, кип; Malagasy: sary vongana; Malay: patung; Maltese: istatwa; Maori: pakoko; Marathi: पुतळा; Mirandese: státua; Mongolian: хөшөө; Montagnais: innitsheuan; Neapolitan: statola; Northern Sami: bázzi; Norwegian Bokmål: statue; Nynorsk: statue; Occitan: estatua; Ojibwe: mazinichigan; Old English: anlīcnes; Old South Arabian: 𐩮𐩡𐩣𐩬; Oriya: ମୂର୍ତି; Papiamentu: estatua; Parthian: 𐭐𐭕𐭊𐭓; Persian: تندیس, هیکل; Polish: posąg, statua; Portuguese: estátua; Punjabi: मूति; Rapa Nui: mo'ai; Romagnol: stêtuva; Romanian: statuie, statuă; Romansch: statua; Russian: статуя; Samogitian: statola; Sanskrit: प्रतिमा; Scottish Gaelic: buinne, ìomhaigh; Serbo-Croatian Cyrillic: статуа, кип; Roman: statua, kip; Shan: ႁုၼ်ႇႁၢင်ႈ; Sicilian: stàtua; Sinhalese: පිළිමය; Slovak: socha; Slovene: kip; Sorbian Upper Sorbian: statua, postawa; Spanish: estatua; Sundanese: patung; Swahili: sanamu; Swedish: staty, stod; Tagoi: istatuwa; Tajik: ҳайкал, муҷассама; Tamil: சிலை, உருவம்; Telugu: ప్రతిమ, విగ్రహం; Thai: รูปปั้น; Tibetan: འདྲ་སྐུ, འདྲ་གཞུགས, སྐུ་འདྲ, སྐུ་བརྙན; Tigrinya: ሓወልቲ; Turkish: heykel, yontu, kurçak; Turkmen: heýkel; Ugaritic: 𐎕𐎍𐎎; Ukrainian: статуя; Urdu: مجسمہ; Uyghur: ھەيكەل; Uzbek: haykal; Vietnamese: tượng; Volapük: magot; Welsh: statud, cerflun; West Frisian: stânbyld; Yiddish: סטאַטוע; Zazaki: heykel