ἄσπρος

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπρος Medium diacritics: ἄσπρος Low diacritics: άσπρος Capitals: ΑΣΠΡΟΣ
Transliteration A: áspros Transliteration B: aspros Transliteration C: aspros Beta Code: a)/spros

English (LSJ)

ἄσπρα, ἄσπρον, = Lat.
A asper, Ael.NA1.26.
II ἄσπρα γράμματα = invisible writing, Cat.Cod.Astr.1.108 (the signf. white is very late); ἄσπρον, τό, white of an egg, [Gal.] 14.560.
III name of an ingredient of incense, Aët.16.146,148.

Spanish (DGE)

ἄσπρη, ἄσπρον
I 1transparente, invisible περὶ τοῦ ποιῆσαι ἄσπρα γράμματα Cat.Cod.Astr.1.108.1.
2 blanco κολόβιον A.Barth.2.
II subst. τὸ ἄσπρον
1 clara del huevo Gal.14.560.
2 cierto ingrediente del incienso Aët.16.146, 148.
• Etimología: Prést. del lat. asper c. diversas modificaciones de sent., cf. ἀσπρός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπρος, -η, -ο)
ο λευκός
μσν.- νεοελλ.
1. ο ασημένιος («τ' ἄσπρο τὸ σκουτάριν», ασημένια ασπίδα
«άσπροι παράδες», ασημένια νομίσματα)
2. το ουδ. ως ουσ. το άσπρο(ν)
το γλαύκωμα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα άσπρα
α) τα λευκά φορέματα ή τα άμφια
β) τα χρήματα (παροιμ. «τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα» — όποιος έχει χρήματα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει)
αρχ.-νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ασπράδι του αβγού
νεοελλ.
1. ο χλωμόςάσπρος από φόβο»)
2. (για τον γιαλό) αφρισμένος
3. ο ευτυχισμένος, ο καλότυχοςσήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα»)
4. το θηλ. ως ουσ. η άσπρη
η ηρωίνη και η κοκαΐνη
5. το ουδ. ως ουσ. α) τουρκικό νόμισμα
β) το λευκό χρώμα («το άσπρο λερώνει εύκολα»)
γ) το άσπρο μέρος ενός πράγματος («το άσπρο του ματιού, του αβγού κ.λπ.»)
αρχ.
1. ο σκληρός
2. αυτός που δεν διακρίνεται καλά, ο δυσανάγνωστος («άσπρα γράμματα»)
3. το ουδ. ως ουσ. συστατικό του θυμιάματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. asper «τραχύς», το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει προϊόντα ανάγλυφης εργασίας (πρβλ. aspera pocula «ασημένια ποτήρια»), κυρίως όμως ασημένια νεοκοπέντα νομίσματα άνευ παραστάσεων (πρβλ. nummi asperi «αργυρά νομίσματα»), απ' όπου και προέκυψε η κατά τους βυζαντινούς χρόνους σημασία της λ. άσπρον «ασημένιο αυτοκρατορικό νόμισμα». Από την τελευταία αυτή χρήση του τ. προήλθε τελικά η επικρατήσασα έκτοτε έννοια της λ. άσπρος «λευκός», ενώ ήδη απαντά στον Γαληνό για να δηλώσει «το λευκό του αβγού, το ασπράδι».
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ασπράδα
νεοελλ.
ασπράδι, ασπριά, ασπρίζω, ασπρίλα, ασπρούδι, ασπρούλης.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. ασπροφορώ
νεοελλ.
ασπρειδερός, ασπροβδόμαδο, ασπροβολώ, ασπρογαλάζιος, ασπρογάλανος, ασπρογαλιάζω, ασπρογένης, ασπροδόντης, ασπροθύμαρο, ασπροκάρφι, ασπροκίτρινος, ασπρολογώ, ασπρολούλουδο, ασπρομάλλης, ασπρόξυλο, ασπροπόταμος, ασπροπρόσωπος, ασπρόρουχο, ασπροσυκιά, ασπροχαράζω, ασπρόχορτο, ασπρόχωμα / ασπρόμαυρος, μαυρόασπρος, κάτασπρος, όλασπρος, ολάσπρος, ολόασπρος].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: rough (Ael.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: A loan from Lat. asper. On the later history s. DELG.

German (Pape)

s. ἄσπρις.