ἐκβρασμός
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
ὁ, = ἔκβρασμα (thing cast up, excretion, cutaneous eruption, scab) II, Suid. and Phot. s.v. πομφόλυξ. trembling, shaking, LXX Na. 2.10 (11) ; confusion, Hsch.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 temblor, agitación LXX Na.2.11, Lyd.Ost.28.
2 bullicio, alboroto Hsch.
3 borboteo Sud.s.u. πομφόλυξ, Phot.s.u. πομφόλυξ, ἐ.· ἔκζεσις Hsch. (pero quizá erupción cutánea).
German (Pape)
[Seite 755] ὁ, = ἔκβρασις, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβρασμός: ὁ, = ἔκβρασις, «ἐκβρασμός, ἔκζεσις, ταραχή, θόρυβος, ταραγμός» Ἡσύχ., πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει πομφόλυξ.
Greek Monolingual
ἐκβρασμός, ο (Α)
1. το έκβρασμα
2. κλονισμός, σάλος.
Translations
confusion
Arabic: اِلْتِبَاس; Hijazi Arabic: لخبطة, حوسة, خربطة; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ