ἐφοδιάζω
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
Ion. ἐποδιάζω,
A furnish with supplies for a journey, ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς Ἀθήνας Hdt. 9.99; τινα Plu.Cat.Mi.65: c. dupl. acc., ἐφόδιον -ιάσεις αὐτόν LXX De.15.14: metaph., of Philosophy, ἐ. τινὰ πρὸς τὴν στρατείαν Plu. 2.327e:—Med., supply oneself, ἐκ τῆς πόλεως Plb.18.20.2:—Pass., to be supplied with, τι LXX Jo.9.12; λαμπρῶς -ασθείς J.BJ2.7.1: metaph., Ph.1.535; διὰ τὸ μὴ ἐφωδιάσθαι ἀπὸ φυσιολογίας Theo Sm. p.188 H.
2 generally, supply or furnish with a thing, αὑτοὺς ἀλκῇ καὶ ὅπλοις D.S.5.34; also ταῦτά σοι ἐφωδίασα Apollod.Poliorc.138.1.
3 reduce to system, Ptol.Tetr.9.
4 = impetum facio, irruo, Glossaria
II Med., c. acc. rei, πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος having seen that five drachmae were paid to each, X.HG1.6.12.
2 metaph., maintain, promote, ἀργίαν Plu.Sol.23; τὴν ἀπείθειαν Id.Cor.16.
German (Pape)
[Seite 1121] ion. ἐποδιάζω, mit Reisebedürfnissen versehen; τούτους ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες Her. 9, 99; Plut. Cat. min. 65; übh. mit dem Erforderlichen versehen, ausrüsten, αὑτοὺς ἀλκῇ καὶ τοῖς ὅπλοις D. Sic. 5, 34; οἷς (συνέσει, σωφροσύνῃ u. ä.) αὐτὸν ἐφωδίαζε φιλοσοφία πρὸς τὴν στρατείαν Plut. de Alex. fort. I, 4; dem βοηθεῖν entsprechend, befördern, τὴν ἀργίαν Sol. 23. – Med. (sich) mit dem zur Reise Nöthigen versorgen lassen, ἐκ Χίου πενταδραχμίαν ἑκάστῳ τῶν ναυτῶν ἐφοδιασάμενος Xen. Hell. 1, 6, 12, er ließ Jedem fünf Drachmen für die Reise zahlen; Pol. 18, 3, 2.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐφωδίαζον, f. ἐφοδιάσω;
1 munir qqn de provisions pour un voyage, acc.;
2 p. ext. munir : τινά τινι qqn de qch ; en gén. protéger, défendre, encourager : ἀργίαν PLUT, ἀπείθειαν PLUT l'oisiveté, la désobéissance;
Moy. ἐφοδιάζομαι (se) faire remettre comme provisions de voyage ou frais de route, acc..
Étymologie: ἐφόδιον.
Russian (Dvoretsky)
ἐφοδιάζω: ион. ἐποδιάζω
1 снабжать припасами на дорогу, снаряжать в путь (τινά Her., Plut.); med. доставлять для себя продовольствие, получать продовольственное снабжение (ἐκ τῆς πόλεως Polyb.);
2 снабжать, снаряжать, обеспечивать (τινὰ ἀλκῇ καὶ ὅπλοις Diod.; τινά τινι πρὸς τὴν στρατείαν Plut.);
3 med. заставлять выдать, распорядиться дать (πενταδραχμίαν ἑκάστῳ τῶν ναυτῶν Xen.);
4 поддерживать, поощрять (ἀργίαν, τὴν ἀπείθειαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφοδιάζω: Ἰων. ἐποδιάζω: μέλλ. -άσω, ἐφοδιάζω τινὰ μὲ τὰ ἀπαιτούμενα διὰ ταξείδιον, Λατ. viaticum dare, τούτους λυσάμενοι ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς τὰς Ἀθήνας Ἡρόδ. 9. 99· τινὰ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65: - Μέσ., λαμβάνω μετ’ ἐμοῦ τὰ ἀναγκαῖα ἐφόδια, ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 18. 3, 2. - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, θερμοὺς ἐφωδιάσθημεν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ἄρτους) Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Θ΄. 12)· 2) καθόλου, χορηγῶ τι, ἐφοδιάζω, αὐτοὺς ἀλκῇ καὶ ὅπλοις Διόδ. 5. 34, πρβλ. Πλούτ. 2. 327. ΙΙ. Μέσ. μετ’ αἰτ. πράγμ., πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος, φροντίσας ὥστε εἰς ἕκαστον νὰ δοθῶσι πέντε δραχμαί, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 12. 3) μεταφ., διατηρῶ, προάγω, ἀργίαν Πλουτ. Σόλων 23· την ἀπείθειαν ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 16.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐφοδιάζω, Α και ιων. τ. ἐποδιάζω) εφόδιον
1. παρέχω εφόδια, προμηθεύω σε κάποιον τα αναγκαία για την πορεία ή την εκστρατεία
2. παρέχω τα μέσα, τα εφόδια για κάτι, προμηθεύω
4. μέσ. εφοδιάζομαι
προμηθεύομαι, παίρνω κάτι για τον εαυτό μου
αρχ.
1. ενισχύω, διατηρώ, προάγω
2. κάνω έφοδο, εισβάλλω
3. ευθαρρύνω, παρακινώ
4. διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ.
Greek Monotonic
ἐφοδιάζω: Ιων. ἐποδ-, μέλ. -άσω (ἐφόδιον)·
I. εφοδιάζω, εξοπλίζω με προμήθειες για το ταξίδι, προμηθεύω, Λατ. viaticum dare, σε Ηρόδ.
II. Μέσ., πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος, φροντίζοντας ώστε να δοθούν στον καθένα πέντε δραχμές, σε Ξεν.· μεταφ., διατηρώ, προάγω, ἀργίαν, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ionic ἐποδ- fut. άσω ἐφόδιον
I. to furnish with supplies for a journey, Lat. viaticum dare, Hdt.
II. Mid., πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος having seen that five drachms were paid to each, Xen.:—metaph. to maintain, ἀργίαν Plut.