ἔκλυτος
English (LSJ)
ἔκλυτον,
A easy to let go, light, buoyant, of missiles, E.Andr. 1133.
II let loose, unbridled, ἵμεροι Ti.Locr.102e; lascivious, φιλήματα Lyd.Mag.3.65; unlimited, extreme, βουλιμία Timocl.13.3; ἔ. καὶ βαρύ Olymp.in Mete.198.12.
III relaxed, unnerved, E.Tr. 1179, dub. in Eup.147; exhausted, Nic.Dam.p.98 D.; deprived of force, of an engine, Ph.Bel.85.10; weak, κίνησις Olymp.in Mete.169.2; τόνος τοῦ φθέγματος Luc.Im.13; diluted, watery, οἶνος Gp.7.1.4, cf. Gal.12.278; loose, of proof, Eudem. ap. Theo Sm.p.200 H.; mild (opp. σφοδρόν), γυμνάσιον Gal.6.156. Adv. ἐκλύτως = by being relaxed, Plu.Lyc.17; weakly, Agathin. ap. Gal.8.938.
IV curing by λύσις (opp. κρίσις), ἡμέραι Gal.9.817.
Spanish (DGE)
(ἔκλῠτος) -ον
• Grafía: graf. ἐγλ- SEG 35.213.16 (Atenas III d.C.)
I sent. fís.
1 de cosas suelto, relajado, flojo de partes del cuerpo (χεῖρες) ἐν ἄρθροις ἔκλυτοι E.Tr.1179, cf. Arist.Phgn.808a14, ἡ κοιλία Mnesith.Ath.36.11, κώλων ἔ. ἁρμονίη el roto ensamblaje de sus miembros, AP 7.383 (Philippus), neutr. como adv. ἀκούοντες δὲ θεατρικῶν μελῶν ἐκλυτώτερον διακείμεθα τὰς ψυχάς Ammon.in Porph.13
•de otras cosas, de una máquina bélica suelto, flojo ὁ ... πετροβόλος ... ἔ. ὢν ἀντιτυπτήσει la catapulta responderá con disparos flojos, e.e., sin fuerza Ph.Mech.85.10, cf. ἔκλυτοί τ' ἀμφώβολοι dud. picas sueltas de dos puntas o bien fáciles de soltar, de disparar (aunque tb. interpr. como libres de) E.Andr.1133, cf. Sch.ad loc., de una correa de cuero ὁ μεμαλαγμένος λῶρος καὶ ἔ. Sch.Ar.Nu.449a
•del aire ligero, flojo op. βίαιος: ἡ μὲν (κίνησις) γὰρ τοῦ ἀέρος ἔ. τε ὑπάρχει καὶ χαλαρά Olymp.in Mete.169.2, cf. 198.12
•de líquidos suelto, acuoso de la bilis, Gal.12.278, ἡ γὰρ ἔ. (τροφή) ἐπιτηδείως ἔχει πρὸς ἐξυδάτωσιν Archig.72L., del vino Gp.7.1.4.
2 de pers. débil, debilitado, desfallecido c. dat., gen. o giro prep. τὸ πλῆθος ... μεγέθει συμφορῶν ἔ. I.BI 1.372, cf. AI 7.298, ἔ. ... κέκμηκα κόπῳ AP 5.47 (Rufin.), (θίδαξ) παρασκευάζει ... ἐκλύτους πρὸς τὰ ἀφροδίσια Ath.69e, ἔκλυτοι ἐπὶ τοῦ ἐρυθροῦ μᾶλλον Aret.SD 2.11.4, en una defixio μὴ εὐτονείτ[ω] ... ἀλλὰ γενέ[σθω] ἔ. SEG l.c.
•blando, fláccido τὰ γυναικεῖα σώματα ... ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ Luc.Abd.28
•de acciones rel. la pers. flojo, débil τόνος τοῦ φθέγματος Luc.Im.13, del ejercicio físico, Gal.6.156, del pulso, Aret.SA 2.4.1
•medic. de ciertos días críticos (ἡμέραι) ἔκλυτοι días en los que la enfermedad remite Gal.9.817.
3 fig. poco consistente, deslavazado ἐκλύτους καὶ ῥᾳθύμους αἰτίας explicaciones poco consistentes y superficiales Theo Sm.200
•del metro de los versos jonios libre, flexible Syrian.in Hermog.1.47.10.
II sent. moral disoluto, desenfrenado de pers. μήτ' ἐν ταῖς ἡδοναῖς ἐκλύτους εἶναι Plu.2.7e, cf. 8a, στρατὸς ἔ. el de Dioniso, Gr.Naz.M.36.337C, cf. Tz.Comm.Ar.3.717.10, τὸ μὲν ἁπαλόν, ἔ. καὶ μαλακίζον la delicadeza causa relajamiento y molicie Gr.Naz.M.36.549B, τοὺς ... ἐκλυτωτέρους ἡ τῆς ὀργῆς ἔνδειξις συστέλλει τῷ φόβῳ Gr.Nyss.Eun.2.425
•de abstr. y cosas desenfrenado, desordenado βουλίμια Timocl.13, ἵμεροι Ti.Locr.103a, τὰς δὲ ἐκλύτους ... ἐν τῇ ἐσθῆτι προόδους οὐκ ἀποδεχόμεθα CGangr.(340) Can.epíl., φιλήματα Lyd.Mag.3.65
•neutr. subst. τὸ ἔκλυτον = disolución, desenfreno χοροὶ ... πρὸς τὸ ἔκλυτον διατεθρυμμένοι τὰ σώματα Basil.M.30.376A.
III adv. ἐκλύτως
1 sin impedimentos τούτους τε φεύγων ἐκλύτως Men.Mis.App.p.354, τοῦ σώματος ἐ. ... ἐπιδιδόντος al desarrollarse su cuerpo libremente Plu.Lyc.17.
2 débilmente, de modo vacilante ἐ. πρόσεισι τῇ ἁφῇ del pulso, Agathin. en Gal.8.938.
3 sent. moral disolutamente, desenfrenadamente νέκταρ οἰνοχοῦντες ἐ. Gr.Naz.M.37.740A, (Χριστός) οὐκ ἐφίησιν αὐτὴν (τὴν σάρκα) τοῦτο παθεῖν ἐ. Cyr.Al.M.74.53A.
German (Pape)
[Seite 768] aufgelös't, leicht; ἀμφώβολοι Eur. Andr. 1133; ἵμεροι, ungezügelt, Tim. Locr. 102 e; – entkräftet, schwach, Sp., bes. Medic. – Adv., ἐκλύτως καὶ ῥᾳδίως Plut. Lyc. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dégagé, libre ; rapide, léger.
Étymologie: ἐκλύω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκλῠτος:
1 подвижный, легкий (ἀμφώβολοι Eur.);
2 разнузданный (ἵμεροι Plat.; ἔ. καὶ δοῦλος τῶν ἡδονῶν Plut.);
3 расслабленный, вялый (φοραὶ τῶν χειρῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκλῠτος: -ον, (ἐκλύω) εὔκολος πρὸς ῥίψιμον, ἐλαφρός, ἐπὶ ἀκοντίων Εὐρ. Ἀνδρ. 1133. ΙΙ. ἀπολελυμένος, ἀκόλαστος, ἀχαλίνωτος, ἵμεροι Τίμ. Λοκρ. 102Ε. ΙΙΙ. κεχαλαρωμένος, ἐκνενευρισμένος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 11. - Ἐπίρρ. ἐκλύτως, ἀμελῶς, νωθρῶς, ἀνειμένως, Πλουτ. Λυκ. 17.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκλυτος, -ον)
1. εξασθενημένος, άτονος
2. χαλαρός, χωρίς ηθικές αναστολές και περιορισμούς
(«έκλυτος βίος»)
αρχ.
1. (για ακόντιο) εύκολος στο ρίξιμο, ελαφρός
2. αδύνατος, ασθενικός
3. ήπιος, μαλακός.
Greek Monotonic
ἔκλῠτος: -ον (ἐκλύω),·
I. εύκολος στη ρίψη, ελαφρύς, λέγεται για ακόντια, σε Ευρ.
II. επίρρ. ἐκλύτως, νωθρά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἔκλῠτος, ον ἐκλύω
I. easy to let go, light, buoyant, of missiles, Eur.
II. adv. ἐκλύτως, remissly, Plut.