ὀλισθηρός
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ά, όν,
A slippery, οἶμος Pi.P.2.96 (metaph.); ἂν . . ὀ. ᾖ τὸ χωρίον X.Eq.7.15; λίθοι Id.An.4.3.6, etc.; of mucilage, Hp.Acut.10, 15 (Sup.).
II metaph., slippery, hard to catch and keep hold of, Pl.Sph.231a (Sup.); τύχη AP10.66 (Agath.); τὸ ὀ. τῆς διανοίας αὐτῶν Ps.-Luc.Philopatr. 22; ὀ. ἱκεσίη AP5.215 (Agath.).
2 liable to slip, πόδες AP7.542 (Stat. Flacc.); ὀλισθηροὶ εἰς πόδας ib.398 (Antip.) : metaph., πρὸς ὀργὴν ὀ. Plu.Cat.Mi.1. Adv. ὀλισθηρῶς, ἔχειν πρός τι Id.2.31c.
German (Pape)
[Seite 323] schlüpfrig, glatt, wo man leicht ausgleitet; οἶμος, Pind. P. 2, 95; im superl., Plat. Soph. 231 a; Xen. u. Folgde; τόπος, Plut. Pyrrh. 29; φάρυγγες, im Meere, Apollds. 23 (VII, 702); auch übertr., τὸ ὀλισθηρὸν τῆς διανοίας αὐτῶν, Luc. Philopatr. 22; τύχη, Agath. 66 (X, 66); ἱκεσία, 4 (V, 216); – ὀλισθηρῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu, Plut. de aud. poet. 10.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 glissant, propre à faire glisser;
2 qui glisse facilement, mobile, fugace.
Étymologie: ὀλισθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ὀλισθηρός:
1 скользкий (οἶμος Pind.; χωρίον Xen.; τόπος Plut.);
2 перен. ненадежный, шаткий, непрочный (τύχη Anth.; τὸ γένος Plat.);
3 весьма склонный, легко впадающий (πρὸς ὀργήν Plut.);
4 скользящий, неустойчивый, нетвердый (πὁδες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλισθηρός: -ά, -όν, «γλιστερός», Λατ. lubricus, οἶμος Πινδ. Π. 2. 175· ἂν ... ὀλ. ᾖ τὸ χωρίον Ξεν. Ἱππ. 7, 15· λίθοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 3, 6, κτλ.· ἐπὶ γλοιώδους οὐσίας, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385, ἐν τῷ θετ. καὶ ὑπερθ, ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ εὐκόλως διαφεύγων, ὃν δυσκόλως λαμβάνει τις ἢ κατέχει, Πλάτ. Σοφιστ. 231Α· τύχη Ἀνθ. Π. 10. 66· τὸ ὀλ. τῆς διανοίας αὐτῶν Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22· ὀλ. ἱκεσίη Ἀνθ. Π. 5. 2, 6· ὀλ. πρὸς ὀργὴν Πλάτ. Κάτων Νεώτ. 1. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς ὀλίσθησιν, πόδες αὐτόθι 7. 542· ὀλισθηροὶ εἰς πόδας αὐτόθι 398· - Ἐπίρρ. ὀλισθηρῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 193· ὀλ. ἔχειν πρός τι Πλούτ. 2. 31C.
English (Slater)
ὀλισθηρός slippery ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (P. 2.96)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀλισθηρός, -ά, -όν)
αυτός πάνω στον οποίο γλιστρά κάποιος εύκολα, γλιστερός, λείος («μόλις έβρεξε λίγο, οι δρόμοι έγιναν ολισθηροί»)
αρχ.
1. αυτός που συλλαμβάνεται δύσκολα, που διαφεύγει εύκολα
2. αυτός που υπόκειται σε ολίσθηση.
επίρρ...
ολισθηρώς (Α ὀλισθηρῶς)
με ολισθηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθη- του ὀλισθάνω (πρβλ. ὠλίσθηκα) + επίθημα -ρός (πρβλ. λαμπηρός, ουρηρός)].
Greek Monotonic
ὀλισθηρός: -ά, -όν,
I. γλιστερός, Λατ. lubricus, σε Πίνδ., Ξεν.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ξεγλιστράει, που είναι δύσκολο να τον κατακτήσει κάποιος και να τον κρατήσει, σε Πλάτ., Ανθ.
2. αυτός που έχει τάση να γλιστράει, σε Πλούτ.
Translations
slippery
Arabic: زَلِق; Armenian: սայթաքուն; Asturian: esnidiu, esnidiosu; Azerbaijani: sürüşkən; Bashkir: тайғаҡ; Basque: labaingarriak; Belarusian: слі́зкі, коўзкі; Bikol Central: mahalnas; Bulgarian: хлъ́згав, плъ́згав; Burmese: ချော; Catalan: lliscant; Cherokee: ᏓᏫᏍᎬᎯ; Chinese Mandarin: 滑; Czech: kluzký; Danish: glat; Dutch: glibberig, glad; Esperanto: glita; Estonian: libe; Finnish: liukas; French: glissant; Galician: escorredío, esvaradío, escorregadizo; Georgian: სრიალა, ლიპი, მოლიპული; German: rutschig, glitschig; Greek: ολισθηρός; Ancient Greek: ἀκροσφαλής, ἀρισφαλής, γλίσχρος, γλοιάς, γλοίης, γλοιός, εὐαποκύλιστος, εὐαπόφυκτος, εὐόλισθος, ἰξώδης, καταρρυής, μάσθλης, ὀλιβρός, ὀλισθήεις, ὀλισθηρός, ὀλισθητικός, ὄλισθος, περισφαλής, σφαλερός; Hebrew: חָלָק, חלקלק, מחליק; Hindi: रपटीला, फिसलाऊ; Hungarian: csúszós; Indonesian: licin; Irish: sciorrach, sleamhain, sliopach; Italian: scivoloso, sdrucciolevole; Japanese: 滑りやすい; Kapampangan: mataluras, matalusad; Khmer: រឥល, រអិល; Khumi Chin: bädete; Korean: 미끄럽다; Kurdish Central Kurdish: خلیسک; Ladin: liz; Lao: ລ່ຽນ; Latgalian: sleideigs; Latin: lubricus; Latvian: slidens; Limburgish: glaad; Lithuanian: slidus; Macedonian: лизгав; Maguindanao: malindeg; Maori: peopeo, pāhekeheke, mania, pāremoremo, māniania, pākehokeho, pārengorengo, hāwaniwani, pānekeneke, pānekeneke, peopeo; Maranao: malindeg; Mongolian: гөлгөр, хальтиргаатай; Navajo: nahateeł; Norman: drissant, êcrîliant; Norwegian Bokmål: glatt, sleip; Nynorsk: glatt; Old English: slipor; Persian: لیز; Polish: śliski; Portuguese: escorregadio; Romanian: alunecos; Russian: скользкий; Scottish Gaelic: sleamhainn; Serbo-Croatian Cyrillic: клизав; Roman: klizav; Slovak: klzký; Slovene: spolzek; Spanish: resbaladizo, escurridizo, resbaloso; Swedish: hal; Tagalog: madulas; Thai: ลื่น; Turkish: kaygan; Ukrainian: слизький, ковзкий, сковзкий; Vietnamese: trơn