ὑπήνη
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ἡ, prop.
A hair on the upper lip (which is the first to grow, cf. ὑπηνήτης), moustache, distinguished from πώγων, Eub.100, cf. Phot., Suid.: generally, beard, A.Fr.27; τὴν ὑ. ἄκουρον τρέφων Ar.V.476 (lyr.); μολύνων τὴν ὑ. Id.Eq.1286 (troch.); ἕλκοντες ὑπήνας letting the beard grow long, trailing beards, Id.Lys.1072; ἄναξ ὑπήνης, of one with a huge beard, Pl.Com.122.
2 in Arist.HA518b18, it seems to mean the upper lip, καὶ τὴν ὑ. καὶ τὸ γένειον δασὺ ἔχειν, cf. Theoc.20.22.
German (Pape)
[Seite 1205] ἡ, der Teil des Gesichts unter der Nase, die Oberlippe, Aesch. frg. 25; od. nach Andern der ganze Raum zur Seite der Nase, wo der Schnurrbart u. der Backenbart wächst, dah. Bart, bes. Schnurrbart; ὑπήνας ἕλκειν, die Bärte lang wachsen lassen, Ar. Lys. 1072; ἄκουρος Vesp. 477; τὰς ὑπήνας ἀνειμένας ἐᾶν D. Sic. 5, 28; a. Sp. – Man leitet es von ἥνη, ἡνίον ab, der unter dem Zaume befindliche Teil.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
barbe de la lèvre supérieure, moustache, p. ext. barbe.
Étymologie: ὑπό, *ἥνη, primitif de ἡνίον.
Russian (Dvoretsky)
ὑπήνη: ἡ ὑπό
1 борода Aesch., Arph., Diod.;
2 верхняя губа Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπήνη: ἡ, κυρίως ἡ τοῦ ἄνω χείλους τρίχωσις, αἱ ὑπὲρ τὸ ἄνω χεῖλος τρίχες αἵτινες πρῶται φύονται (πρβλ. ὑπηνήτης), ὁ μύσταξ κατὰ διαστολὴν ἀπὸ τοῦ πώγωνος, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 7, ἴδε Φώτ., Σουΐδ.· ἢ καθόλου, ὁ πώγων, ἡ γενειάς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 30· τὴν ὑπ. ἄκουρον τρέφειν Ἀριστοφ. Σφ. 476· μολύνειν τὴν ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1286· ὑπήνας ἕλκειν, ἀφίνειν τὴν γενειάδα νὰ αὐξηθῇ, τρέφειν μακρὰν γενειάδα, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1072· ἄναξ ὑπήνης, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος μέγαν πώγωνα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 4. 2) ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 13, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ἄνω χεῖλος, καὶ τὴν ὑπ. καὶ τὸ γένειον δασὺ ἔχειν. (Ἴσως ἐκ τῆς προθέσεως ὑπὸ καὶ ῥίζης τινὸς ἀνευρισκομένης ἐν τῷ Σανσκρ. ana (τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὴν ῥῖνα).).
Greek Monolingual
η / ὑπήνη, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. σχοινί που στερεώνει τον πρόβολο του ιστιοφόρου πάνω από τον θαλασσομάχο, κν. μουστάκι
αρχ.
1. το μέρος του προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ ἔχειν», Αριστοτ.)
2. τα γένεια, η γενειάδα («τήν ὑπήνην ἄκουρον τρέφειν», Αριστοτ.)
3. ο ουρανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ὑπ-ήνη (για το επίθημα πρβλ. και τις επίσης αβέβαιης ετυμολ. λ. ἀπ-ήνη, γλ-ήνη, σαγ-ήνη) είναι πιθ. δάνεια λ., η οποία συνδέθηκε παρετυμολογικώς με την πρόθεση ὑπό. Οι συνδέσεις της λ. με ένα αμάρτυρο προσηγορικό ἦνος / ἆνος με σημ. «πρόσωπο», το οποίο απαντά πιθ. ως β' συνθετικό στα επίθ. ἀπηνής, πρηνής, προσηνής, σαφηνής (βλ. λ. πρηνής) ή με το ρωσ. us «μουστάκι» δεν θεωρούνται πιθανές. Τέλος, παρλλ. προς τον τ. ὑπήνη χρησιμοποιούνται στην Ελληνική οι τ. μύσταξ, γένειον και πώγων, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημασιολογικές διαφορές μεταξύ τους].
Greek Monotonic
ὑπήνη: ἡ (ὑπό), οι τρίχες του κάτω μέρους του προσώπου, μούσι, γενειάδα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὑπήνη, ἡ, [ὑπό]
the hair on the under part of the face, the beard, Ar.
Frisk Etymology German
ὑπήνη: {hupḗnē}
Grammar: f.
Meaning: Schnurrbart (im Gegensatz zu γένειον, πώγων), sekund. Bart im allg. (A.Fr. 27 = 58 M., Kom., Arist. u.a.);
Composita : ὑπηνόβιος ‘der von seiner ὑ. lebt’, d.h. sich übermütig gebärdet (Pl. Kom.), ἀνύπηνος ‘ohne ὑ.’ (Eust., H.).
Derivative: Davon ὑπηνήτης m. der Bärtige (Ω 348 = κ 279, AP, sp. Prosa), vgl. Redard 10 u. 114. Für Bart besitzt das Griech. eine auf idg. Grundlage geschaffene Neubildung in γένειον; auch μύσταξ läßt sich leidlich aus dem. Idg. erklären.
Etymology : Ohne Etymologie dagegen πώγων, ebenso ὑπήνη (zum Ausgang, wie σαγήνη, γλήνη u.a., Chantraine Form. 206). Semantisch unbefriedigend ist die Anknüpfung an ein Wort für Antlitz (s. πρηνής) seit Goebel und Benfey (s. Curtius 305); ebenso Kretschmer Glotta 21, 158; vgl. noch Prellwitz Glotta 19, 95. Nicht besser Pisani Rend. Acc. Lincei 6:7 (1932) 338ff.: zu russ. ús Schnurrbart (anders darüber Vasmer s.v.). Frühere, ebenfalls abzulehnende Vorschläge bei Bq. Oft und mit Fug als vorgriechisch (mit volksetym. Anschluß an ὑπό?) betrachtet: Lamer IF 48, 228 ff. und PhW51, 1002ff. (auch zur Bed.), Fink Herm. 80, 112, Krahe Die Antike 15, 181.
Page 2,969