ἀσπάλαθος: Difference between revisions

6
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [pero ἡ Pherecr.114, Thphr.<i>Od</i>.33]<br />[[arbusto espinoso]] del que se extrae un producto aromático, quizá [[aulaga]], [[ginesta]] o [[tojo]], prob. [[Astragalus]] sp., s. cont. Ar.<i>Fr</i>.783, descripción en Dsc.1.20, Plin.<i>HN</i> 12.110, 24.111, <i>POxy</i>.3766.103 (IV d.C.), c. ref. al aroma, Arist.<i>Pr</i>.906<sup>b</sup>11, Thphr.l.c., <i>HP</i> 9.7.3, LXX <i>Si</i>.24.15, <i>Gp</i>.7.20.7, 15.1.31<br /><b class="num">•</b>como ingrediente de un medicamento, Hp.<i>Steril</i>.232<br /><b class="num">•</b>para el κοῦφι egipcio, Plu.2.383e<br /><b class="num">•</b>gener. ref. a las [[espinas]] ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θάνοντι Thgn.1193, μὴ νήλιπος ἔρχεο ... ἐν γὰρ ὄρει ῥάμνοι τε καὶ ἀσπάλαθοι κομόωντι Theoc.4.57, cf. 24.89, Moer.54, Hsch., irón. ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες Pherecr.l.c., como tormento εἷλκον ... ἐπ' ἀσπαλάθων κναμπτόντες Pl.<i>R</i>.616a.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [pero ἡ Pherecr.114, Thphr.<i>Od</i>.33]<br />[[arbusto espinoso]] del que se extrae un producto aromático, quizá [[aulaga]], [[ginesta]] o [[tojo]], prob. [[Astragalus]] sp., s. cont. Ar.<i>Fr</i>.783, descripción en Dsc.1.20, Plin.<i>HN</i> 12.110, 24.111, <i>POxy</i>.3766.103 (IV d.C.), c. ref. al aroma, Arist.<i>Pr</i>.906<sup>b</sup>11, Thphr.l.c., <i>HP</i> 9.7.3, LXX <i>Si</i>.24.15, <i>Gp</i>.7.20.7, 15.1.31<br /><b class="num">•</b>como ingrediente de un medicamento, Hp.<i>Steril</i>.232<br /><b class="num">•</b>para el κοῦφι egipcio, Plu.2.383e<br /><b class="num">•</b>gener. ref. a las [[espinas]] ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θάνοντι Thgn.1193, μὴ νήλιπος ἔρχεο ... ἐν γὰρ ὄρει ῥάμνοι τε καὶ ἀσπάλαθοι κομόωντι Theoc.4.57, cf. 24.89, Moer.54, Hsch., irón. ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες Pherecr.l.c., como tormento εἷλκον ... ἐπ' ἀσπαλάθων κναμπτόντες Pl.<i>R</i>.616a.
}}
{{grml
|mltxt=και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και [[σπάλαθο]] και σφάλαχτρο, το (AM [[ἀσπάλαθος]], Α και [[ἀσφάλαθος]])<br /><b>1.</b> ο [[αγκαθωτός]] [[θάμνος]] [[καλυκοτόμη]] η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες<br />στην [[αρχαιότητα]] χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ' ἀσπαλάθων κνάπτοντες «, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ράμνος]] η [[ελαιοειδής]], μαύρη ασπαλάθρα<br />από τη [[φλούδα]] της ρίζας έβγαζαν αρωματικό [[λάδι]] στην [[αρχαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., η οποία έχει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, συχνό σε ονόματα [[φυτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άρκευθος]]). Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. συνδέεται [[προς]] τα [[σπαλύσσεται]] «σπαράσσεται, ταράσσεται» (<b>Ησύχ.</b>), και <i>σφαλάσσειν</i> «τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>), και ότι ανάγεται στην ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>el</i>- «[[σχίζω]], [[ανοίγω]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική].
}}
}}