κῶμα: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(SL_2) |
(22) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<br /> <b>1</b> [[repose]] καὶ γὰρ βιατὰς [[Ἄρης]] ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.12) | |sltr=<br /> <b>1</b> [[repose]] καὶ γὰρ βιατὰς [[Ἄρης]] ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.12) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[κῶμα]])<br />[[λήθαργος]], [[βαρύς]] ύπνος (ἦ με [[μαλακὸν]] περὶ [[κώμα]] κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />παθολογική [[κατάσταση]] βαθύτατης αναστολής της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ή μερική [[απώλεια]] της συνείδησης, της εκούσιας κινητικότητας και της ενσυνείδητης αισθητικότητας με [[διατήρηση]] όμως τών θεμελιωδών νευροφυτικών λειτουργιών, της κυκλοφορίας και της αναπνοής<br /><b>αρχ.</b><br />νοσηρή [[τάση]] για ύπνο, ληθαργική [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. <i>k</i><i>ō</i>[[i]]-<i>mņ</i>, συνδεόμενη με το [[κεῖμαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[κοιμάμαι]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[κάμνω]], [[άποψη]] όμως όχι πιθανή. Τη λ. ως ιατρικό όρο δανείστηκαν [[νωρίς]] διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. και γαλλ. <i>coma</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (perh. cogn. with κεῖμαι, κοιμάω)
A deep sleep, αὐτῷ . . μαλακὸν περὶ κῶμα κάλυψα Il.14.359; ἦ με . . μαλακὸν περὶ κῶμ' ἐκάλυψεν Od.18.201; κακὸν δέ ἑ κῶμα καλύπτει Hes.Th.798; αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κ. κατάρρει Sapph.4; ὕπνου κ. Theoc.Ep.3.6: metaph., of the effect of music, Pi.P.1.12.—Not in Trag. 2 Medic., lethargic state, coma, κῶμα συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες Hp.Epid.3.6, cf. Gal. 7.643, Sch.Nic.Al.458.
German (Pape)
[Seite 1543] τό (vgl. κοιμαω), tiefer, fester Schlaf; μαλακόν Il. 14, 359 Od. 18, 201; κακόν Hes. Th. 798; ἀβληχρόν Ap. Rh. 2, 205; ὀλοόν Nic. Al. 458; auch a. Sp.; krankhafte Neigung zum Schlaf, Schlafsucht, das Zufallen der Augen beim Kranken ohne wirklichen Schlaf, Medic. – Pind. P. 1, 12 verbindet ἰαίνει καρδίαν κώματι, was ein Schol. durch θέλγμα übersetzt; Andere erkl. es = κῶμος; am besten ist an sanften Schlaf zu denken.
Greek (Liddell-Scott)
κῶμα: τό, (κεῖμαι, κοιμάω) βαθὺς ὕπνος, λήθαργος, Λατ. sopor, αὐτῷ… μαλακὸν περὶ κῶμα καλύψω Ἰλ. Ξ. 359· ἦ με… μαλακὸν περὶ κῶμ’ ἐκάλυψεν Ὀδ. Σ. 201· κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει Ἡσιόδ. Θ. 798· αἰθυσσομένων δὲ φύλλον κ. καταρρεῖ Σαμπφὼ 4· ὕπνου κ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 6· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς μουσικῆς, Πινδ. Π. 1. 21. ― Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς. 2) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ληθαργικὴ κατάστασις, συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 3. 1085· πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 458, Foes. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λέξ. κάρος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sommeil profond.
Étymologie: κοιμάω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
1 repose καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.12)
Greek Monolingual
το (Α κῶμα)
λήθαργος, βαρύς ύπνος (ἦ με μαλακὸν περὶ κώμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
παθολογική κατάσταση βαθύτατης αναστολής της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ή μερική απώλεια της συνείδησης, της εκούσιας κινητικότητας και της ενσυνείδητης αισθητικότητας με διατήρηση όμως τών θεμελιωδών νευροφυτικών λειτουργιών, της κυκλοφορίας και της αναπνοής
αρχ.
νοσηρή τάση για ύπνο, ληθαργική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. kōi-mņ, συνδεόμενη με το κεῖμαι (πρβλ. και κοιμάμαι). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το κάμνω, άποψη όμως όχι πιθανή. Τη λ. ως ιατρικό όρο δανείστηκαν νωρίς διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, πρβλ. αγγλ. και γαλλ. coma].