Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μόρφνος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(Autenrieth)
(25)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=a [[species]] of [[eagle]], swampeagle, Il. 24.316†.
|auten=a [[species]] of [[eagle]], swampeagle, Il. 24.316†.
}}
{{grml
|mltxt=[[μόρφνος]] και μορφνός, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για αετό) [[μελαψός]], μαυρωπός<br /><b>2.</b> [[είδος]] αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μορφνός, [[ξανθός]]»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σκοτεινός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[ομοιοκαταληξία]] και η σημασιολογική [[συγγένεια]] με το [[ὀρφνός]] «[[σκοτεινός]]» δεν αποδεικνύει μια [[μεταξύ]] τους [[σχέση]]. Ο τ. <i>μορφ</i>-<i>νός</i> εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>mor</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[αστράφτω]], [[λαμποκοπώ]]» (με [[παρέκταση]] χειλοϋπερωικού -<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>-) και συνδέεται με λιθουαν. <i>margas</i> «[[ποικιλόχρωμος]]» και το [[μορφή]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα [[μόρτος]], <i>μόρυχος</i>, [[μορύσσω]], [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mer</i>- «[[λερώνω]], βρόμικη [[κηλίδα]]». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι προήλθε με [[απλολογία]] από <i>μορβο</i>-<i>φνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>mrg</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>hno</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>m rga</i> «μεγάλο [[πτηνό]]») και <i>gh</i><sup>w</sup><i>en</i>- «[[φονεύω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θείν</i>-<i>ω</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρφνος Medium diacritics: μόρφνος Low diacritics: μόρφνος Capitals: ΜΟΡΦΝΟΣ
Transliteration A: mórphnos Transliteration B: morphnos Transliteration C: morfnos Beta Code: mo/rfnos

English (LSJ)

ὁ, epith. of an eagle, dub. sens., Il.24.316, Hes.Sc.134: taken to be a Subst. by Arist.HA618b25, Lyc.838; described as a vulture by Suid. (On the accent v. Hdn.Gr.1.173.)

German (Pape)

[Seite 209] Beiwort des Adlers, Il. 24, 316, wie Hes. Sc. 134, schon von den Alten verschieden erklärt, entweder für μορόφονος (Schol. Il. a. a. O. und Apoll. L. H. p. 113, 28), mordend, tödtlich, oder wahrscheinlicher von ὄρφνη, mit vorgeschlagenem μ, dunkelfarbig, schwarz, wie auch Arcad. 62, 9 μόρφνοςμέλας statt μέγας zu lesen, an welcher Stelle auch der Accent ausdrücklich bemerkt ist; oder gar von μάρπτω, statt μάρφνος, ὁ συλλαμβάνων, ὁ ταχύς; Aristarch nahm es für eine besondere Adlerart; vgl. Arist. H. A. 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

μόρφνος: ὁ, ἐπίθ. ἀετοῦ, Ἰλ. Ω. 316, Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 134· - πιθ. ἐδήλου χρῶμα, μέλας (ἐκ τοῦ ὄρφνη προτασσομένου τοῦ μ), Λατ. furvus· πρβλ. περκνός· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὴν λέξ. ὡς οὐσιαστ. ἴδε νηττοκτόνος, - Παρὰ τῷ Ἡσ. ἐσφαλμένως φέρεται μορφνός, πρβλ. Ἀρκάδ. 62. 9 (ἔνθα ὅμως ἀναγνωστέον μέλας ἀντὶ μέγας), πρβλ. ὡσαύτως Λοβεκ. Παραλ. 371. 344.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: cf. ὄρφνη.

English (Autenrieth)

a species of eagle, swampeagle, Il. 24.316†.

Greek Monolingual

μόρφνος και μορφνός, ὁ (Α)
1. (για αετό) μελαψός, μαυρωπός
2. είδος αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός
3. (κατά τον Ησύχ.) «μορφνός, ξανθός»
4. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκοτεινός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιοκαταληξία και η σημασιολογική συγγένεια με το ὀρφνός «σκοτεινός» δεν αποδεικνύει μια μεταξύ τους σχέση. Ο τ. μορφ-νός εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα mor-gwh- της ΙΕ ρίζας mer- «αστράφτω, λαμποκοπώ» (με παρέκταση χειλοϋπερωικού -gwh-) και συνδέεται με λιθουαν. margas «ποικιλόχρωμος» και το μορφή. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα μόρτος, μόρυχος, μορύσσω, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mer- «λερώνω, βρόμικη κηλίδα». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι προήλθε με απλολογία από μορβο-φνος < mrgwo-gwhno- (πρβλ. αρχ. ινδ. m rga «μεγάλο πτηνό») και ghwen- «φονεύω» (πρβλ. θείν-ω)].